Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Ιστορία Στ΄, Ενότητα 2, Κεφάλαιο 4 Οι Κλέφτες και οι Αρματολοί


Ιστορία Στ΄, Ενότητα 2, Κεφάλαιο 4 Οι Κλέφτες και οι Αρματολοί 

1.Ποιο πρόβλημα αντιμετώπισαν οι Τούρκοι στον ελληνικό χώρο μετά Άλωση της Πόλης; Τι γνωρίζεις για τον Κορκόδειλο Κλαδά;
2. Τι ήταν οι κλέφτες;
3. Τι ήταν οι αρματολοί; Ποιους φημισμένους αρματολούς γνωρίζεις;
4.Πώς οι λέξεις “κλέφτης” και “αρματολός” έφτασαν να σημαίνουν το ίδιο πράγμα;
5.Τι πρόσφεραν στο υπόδουλο Γένος οι κλέφτες και οι αρματολοί;

6.Βάλε τίτλους στις εικόνες:

                                   
                                         ................................                 ...................................

7.Με βάση το παρακάτω απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη πώς αντιμετώπιζαν οι Έλληνες αγρότες τους Κλέφτες;




Κατεβάστε η εκτυπώστε την εργασία











Οι Κλέφτες και οι Αρματολοί (Παρουσίαση Γ.Σουδίας)

View more presentations or Upload your own.






Οι κλέφτες και το κλέφτικο τραγούδι

Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, πολλοί Έλληνες, μην αντέχοντας την καταπίεση και την ταπείνωση που δέχονταν από τους Τούρκους, κατέφυγαν στα βουνά όπου εκεί ζούσαν μια άγρια αλλά ελεύθερη ζωή.Επειδή οι Τούρκοι ήταν απασχολημένοι πιο πολύ με το να μαζεύουν τους φόρους εύκολα από τους χωρικούς του κάμπου, δε πατούσαν στα δύσβατα Ελληνικά βουνά. Έτσι οι κλέφτες ζούσαν σχεδόν ανενόχλητοι, κρυμμένοι στα λημέρια τους και ασχολούνταν κυρίως με το να ληστεύουν και να λεηλατούν τις τουρκικές περιουσίες, οι οποίες στην πραγματικότητα προερχόταν από το βίος των Ελλήνων. Γι' αυτό ονομάστηκαν κλέφτες.Αποτέλεσαν τις πρώτες ένοπλες Ελληνικές ομάδες οι οποίες και ξεκίνησαν τον αγώνα κατά των Τούρκων.


Κλέφτες ονομάζονταν οι ανυπότακτοι Έλληνες οι οποίοι στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας δεν μπορούσαν να υποφέρουν τη σκλαβιά και ζούσαν στα βουνά, σε δύσβατες περιοχές, τα λημέρια.
Συχνά έπλητταν και τους πλούσιους Έλληνες οι οποίοι, σε συμφωνία με τον κατακτητή, τους καταδίωκαν.  Άλλαζαν τόπους διαμονής για να μπορέσουν να προφυλαχθούν και τοποθετούσαν καραούλια (σκοπιές). Κάθε ομάδα κλεφτών είχε δικό της μπαϊράκι (σημαία) που τη συμβόλιζε. Αρχηγός της ομάδας ήταν ο καπετάνιος
και υπαρχηγός, το πρωτοπαλίκαρο του. Μπορούσε ακόμα να είχε και ψυχογιούς, ανήλικα δηλαδή κλεφτόπουλα τα οποία επιδίωκαν να γίνουν κλέφτες. Λόγω της δύσκολης ζωής τους, στα σαράντα τους χρόνια οι πιο πολλοί ήταν γέροι και λίγοι πέθαιναν με φυσικό θάνατο. Στις ειρηνικές μέρες φρόντιζαν τ' άρματά τους, παράβγαιναν στο τρέξιμο, στο πήδημα, το λιθάρι και το σημάδι ή γλεντούσαν και χόρευαν. Στις συγκρούσεις τους με τους Τούρκους, έστηναν ενέδρες και έκαναν αιφνιδιασμούς , τον λεγόμενο
κλεφτοπόλεμο.
Οι κλέφτες μπορούσαν να κινούνται ελεύθερα παντού. Ωστόσο κάθε σώμα κλεφτών, προτιμούσε ένα κατάλυμα στην περιοχή του αρματολικιού απ' το οποίο είχαν απομακρυνθεί. Το κατάλυμα αυτό ονομαζόταν στρατηγείο ή λημέρι. Ήταν πάντα έτοιμοι να αλλάξουν λημέρι αν γινόταν αντιληπτοί από τους Τούρκους.
Έμεναν και προφυλάσσονταν στο λημέρι τους σε όλη τη διάρκεια της ημέρας και τη νύχτα, που δε διέτρεχαν κανέναν κίνδυνο, κοιμόνταν στο ύπαιθρο πάνω σε πυκνούς σωρούς κλαδιών και τύλιγαν το σώμα τους με αδιάβροχους μανδύες φτιαγμένους από κατσικίσια τρίχα. Όταν επρόκειτο να κάνουν επιδρομή, έβγαιναν τη νύχτα, κατά προτίμηση όταν αυτή ήταν θυελλώδης και σκοτεινή. Η ταχύτητα των κινήσεών τους ήταν τέτοια, ώστε συνήθως έπιαναν τον εχθρό απροετοίμαστο. Ήταν υποχρεωμένοι να ζουν από λεηλασίες, μακριά από τους συγγενείς τους, χωρίς καμιά άνεση, με μόνο σκοπό την απελευθέρωση της πατρίδας
τους.


Κλέφτικα τραγούδια


Της κλεφτουριάς τα βάσανα
Παιδιά, σαν θέτε λεβεντιά και κλέφτες να γενείτε
ν' εμένα να ρωτήσετε να σας ομολογήσω 
της κλεφτουριάς τα βάσανα και των κλεφτών τα ντέρτια.
Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες! 
Ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε, 
ολημερίς στον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι. 
Δώδεκα χρόνους έκαμα στους κλέφτες καπετάνιος.
Ζεστό ψωμί δεν έφαγα, δεν πλάγιασα σε στρώμα,
τον ύπνο δεν εχόρτασα, του ύπνου τη γλυκάδα, 
το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα,
και το καριοφιλάκι μου σαν κόρη αγκαλιασμένο.


Του Βασίλη

"Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γένεις νοικοκύρης, 
για ν' αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια και γελάδες,
χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν".
"Μάνα μου, εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και να 'μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους.
Φέρε μου τ' αλαφρό σπαθί και το βαριό τουφέκι,
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια, 
να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγκους, 
να βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνων,
και να σουρίξω κλέφτικα, να σμίξω τους συντρόφους, 
που πολεμούν με την Τουρκιά και με τους Αρβανίτες".
Πουρνό φιλεί τη μάνα του, πουρνό ξεπροβοδιέται. 
"Γεια σας, βουνά με τους γκρεμνούς, λαγκάδια με τις πάχνες!"
"Καλώς το τ' άξιο το παιδί και τ' άξιο παλικάρι!
" Μάνα, μ' εκαταράστηκες, βαριά κατάρα μου είπες:
"Κλέφτης να βγεις, παιδάκι μου, κάμπους, βουνά να τρέχεις,
ολημερίς στον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι, 
και στα γλυκοχαράματα να πιάνεις το ταμπούρι". 
Να ήσουνα πετροπέρδικα στα πλάγια του Πετρίλου,
ν' αγνάντευες πως πολεμάν οι κλέφτες με τους Τούρκους,
ν' αγνάντευες το γιόκα σου μπροστά απ' τα παλικάρια. 
Ομπρός ξεστρώνει την Τουρκιά με το σπαθί στο χέρι,
 κι απ' τη φωνή του την ψηλή αχολογάει ο τόπος: 
"Βαρείτε, παλικάρια μου, σκοτώνετε τους σκύλους,



Δεν υπάρχουν σχόλια: