Κυριακή 27 Μαΐου 2012

"Εάλω η Πόλις" 29 Μαΐου 1453


Ο Παλαιολόγος στην ύστατη αναμέτρηση


29 Μαϊου: Η «αποφράς ημέρα» που η Κωνσταντινούπολη, η «βασσιλίς των πόλεων» κυριεύθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους.
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία μόνο κατ' όνομα υπήρχε τις παραμονές της Άλωσης.
Ήταν περιορισμένη, κυρίως, στην περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη και σε κάποιες σκόρπιες περιοχές, όπως το Δεσποτάτο του Μυστρά. Οι θρησκευτικές έριδες, οι εμφύλιες διαμάχες, οι σταυροφορίες, η επικράτηση του φεουδαρχισμού και η εμφάνιση πολλών και επικίνδυνων εχθρών στα σύνορά της είχαν καταστήσει την πάλαι ποτέ Αυτοκρατορία ένα «φάντασμα» του ένδοξου παρελθόντος της.
Το Βυζάντιο σε εκείνη την κρίσιμη στιγμή της ιστορίας του με την οθωμανική λαίλαπα προ των πυλών του, δεν μπορούσε να ελπίζει παρά μόνο στη βοήθεια της καθολικής Ευρώπης, η οποία όμως ήταν μισητή στους κατοίκους της Κωνσταντινούλης. Η ύπαρξη «Ενωτικών» και «Ανθενωτικών» δίχαζε τους Βυζαντινούς. Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έκανε μια απέλπιδα προσπάθεια, στέλνοντας πρεσβεία στον πάπα Νικόλαο Ε' για να ζητήσει βοήθεια. Ο Πάπας έβαλε και πάλι ως όρο την Ένωση των Εκκλησιών, αλλά αποδέχθηκε το αίτημα του αυτοκράτορα να στείλει στην Κωνσταντινούπολη ιερείς, προκειμένου να πείσουν τον λαό για την αναγκαιότητα της Ένωσης.
Οι απεσταλμένοι του Πάπα, καρδινάλιος Ισίδωρος και ο αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης Λεονάρδος, λειτούργησαν στην Αγία Σοφία, προκαλώντας την αντίδραση του κόσμου, που ξεχύθηκε στους δρόμους και γέμισε τις εκκλησίες, όπου λειτουργούσαν οι ανθενωτικοί με επικεφαλής τον μετέπειτα πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο. Το σύνθημα που κυριαρχούσε ήταν «Την γαρ Λατίνων ούτε βοήθειαν ούτε την ένωσιν χρήζομεν. Απέστω αφ' ημών η των αζύμων λατρεία».
Το μίσος για τους Λατίνους δεν απέρρεε μόνο από δογματικούς λόγους. Η λαϊκή ψυχή δεν είχε ξεχάσει τη βαρβαρότητα που επέδειξαν οι Σταυροφόροι στην Πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, ενώ αντιδρούσε στην οικονομική διείσδυση της Βενετίας και της Γένουας, που είχε φέρει στα πρόθυρα εξαθλίωσης τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας, αλλά και στην καταπίεση των ορθοδόξων στις περιοχές, όπου κυριαρχούσαν οι καθολικοί.
Αντίθετα, οι Οθωμανοί φαίνεται ότι συμπεριφέρονταν καλύτερα προς τους χριστιανούς. Πολλοί χριστιανοί είχαν υψηλές θέσεις στην οθωμανική διοίκηση, ακόμη και στο στράτευμα, ενώ κυριαρχούσαν στο εμπόριο. Οι χωρικοί πλήρωναν λιγότερους φόρους και ζούσαν με ασφάλεια. Έτσι, στην Κωνσταντινούπολη είχε σχηματισθεί μία μερίδα που διέκειτο ευνοϊκά προς τους Οθωμανούς. Την παράταξη αυτή εξέφραζε ο Λουκάς Νοταράς με τη φράση «Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν».
Από τις αρχές του 1453 ο Μωάμεθ προετοιμαζόταν για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Με έδρα την Ανδριανούπολη συγκρότησε στρατό 150.000 ανδρών και ναυτικό 400 πλοίων. Ξεχώριζε το πυροβολικό του, που ήταν ό,τι πιο σύγχρονο για εκείνη την εποχή και ιδιαίτερα το τεράστιο πολιορκητικό κανόνι, που είχαν φτιάξει Σάξωνες τεχνίτες. Στις 7 Απριλίου, ο σουλτάνος έστησε τη σκηνή του μπροστά από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού και κήρυξε επίσημα την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης.
Ο αγώνας ήταν άνισος για τους Βυζαντινούς, που είχαν να αντιπαρατάξουν μόλις 7.000 άνδρες, οι 2000 από τους οποίους μισθοφόροι, κυρίως Ενετοί και Γενουάτες, ενώ στην Πόλη είχαν απομείνει περίπου 50.000 κάτοικοι με προβλήματα επισιτισμού. Η Βασιλεύουσα περιβαλλόταν από ξηράς με διπλό τείχος και τάφρο. Το τείχος αυτό, που επί 1000 χρόνια είχε βοηθήσει την Κωνσταντινούπολη να αποκρούσει νικηφόρα όλες τις επιθέσεις των εχθρών της, τώρα ήταν έρμαιο του πυροβολικού του σουλτάνου, που από τις 12 Απριλίου άρχισε καθημερινούς κανονιοβολισμούς.
Οι Τούρκοι προσπάθησαν πολλές φορές να σπάσουν την αλυσίδα που έφραζε τον Κεράτιο κόλπο και προστάτευε την ανατολική πλευρά της Κωνσταντινούπολης. Στις 20 Απριλίου ένας στολίσκος με εφόδια υπό τον πλοίαρχο Φλαντανελλά κατορθώνει να διασπάσει τον τουρκικό κλοιό μετά από φοβερή ναυμαχία και να εισέλθει στον Κεράτιο, αναπτερώνοντας τις ελπίδες των πολιορκούμενων.
Ο Μωάμεθ κατάλαβε αμέσως ότι μόνο το πυροβολικό του δεν έφθανε για την εκπόρθηση της Πόλης, εφόσον παρέμεινε απρόσβλητος ο Κεράτιος. Με τη βοήθεια ενός ιταλού μηχανικού κατασκεύασε δίολκο και τη νύχτα της 21ης προς την 22α Απριλίου, 70 περίπου πλοία σύρθηκαν από τον Βόσπορο προς τον Κεράτιο.
Η κατάσταση για τους πολιορκούμενους έγινε πλέον απελπιστική, καθώς έπρεπε να αποσπάσουν δυνάμεις από τα τείχη για να προστατεύσουν την Πόλη από την πλευρά του Κεράτιου, όπου δεν υπήρχαν τείχη.
Η τελική έφοδος των Οθωμανών έγινε το πρωί της 29ης Μαΐου 1453. Κατά χιλιάδες οι στρατιώτες του Μωάμεθ εφόρμησαν στη σχεδόν ανυπεράσπιστη πόλη και την κατέλαβαν μέσα σε λίγες ώρες. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, που νωρίτερα απέκρουσε με υπερηφάνεια τις προτάσεις συνθηκολόγησης του Μωάμεθ, έπεσε ηρωικά μαχόμενος.
Αφού έσφαξαν τους υπερασπιστές της Πόλης, οι Οθωμανοί Τούρκοι προέβησαν σε εκτεταμένες λεηλασίες και εξανδραποδισμούς.
Το βράδυ, ο Μωάμεθ ο Πορθητής εισήλθε πανηγυρικά στην Αγία Σοφία και προσευχήθηκε στον Αλλάχ «αναβάς επί της Αγίας Τραπέζης», όπως αναφέρουν οι χρονικογράφοι της εποχής.


Οι μεγάλοι αντίπαλοι
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΙΑ' ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ: Ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1448-1453), γιος του Μανουήλ Β' Παλαιολόγου και της Σέρβας πριγκίπισσας Ελένης Δραγάτση. Σε νεαρή ηλικία ο πατέρας του του ανέθεσε τη διοίκηση βυζαντινών κτήσεων στον Εύξεινο Πόντο. Στη συνέχεια, αν και ο αδερφός του, Ιωάννης Η', τον όρισε δεσπότη του Μυστρά, ασχολήθηκε μαζί με τους υπόλοιπους αδερφούς του με την ανά­κτηση εδαφών στην Πελοπόννησο. Το 1437 αντικατέστησε τον αδερφό του Ιωάννη, ο οποίος τότε συμμετείχε στη Σύνοδο της Φεράρας. Το 1443 έγινε δεσπότης του Μυστρά και επιδόθηκε στην αναδιοργάνωση του Δε­σποτάτου. Στη συνέχεια επέκτεινε την κυριαρχία του μέχρι την Πίνδο. Το 1446 αναγκάστηκε να υποταχτεί στους Τούρκους.Όταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έγινε αυτοκράτορας, το 1448, το Βυζάντιο είχε συρρι­κνωθεί επικίνδυνα. Το 1451 έγινε πλέον φανερό ότι οι Τούρκοι σκόπευαν να επιτεθούν στην Κωνσταντινού­πολη. Στην τελική έφοδο, στις 29 Μαΐου του 1453, η Βασιλεύουσα έπεσε στα χέρια των Τούρκων και ο Κων­σταντίνος ΙΑ' σκοτώθηκε.


ΜΩΑΜΕΘ Β': Οθωμανός σουλτάνος. Ο Μωάμεθ Β' ο Πορθητής βασίλεψε το 1444-1446 και το 1451-1481. Γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου του 1432 στην Αδριανούπολη, πρωτεύουσα τότε του οθωμανικού κράτους. Ήταν τρίτος γιος του σουλτάνου Μουράτ Β' και μιας χριστιανής σκλάβας. Τον Αύγουστο του 1444, και αφού ο Μουράτ είχε κλείσει τα ανοιχτά μέτωπα στην Ευρώπη και των Τουρκομάνων εμίρηδων στη Μικρά Ασία, αποφάσισε να παραιτηθεί υπέρ του Μωάμεθ και να αποσυρθεί στη Μαγνησία της Ιωνίας. Λίγο όμως μετά την άνοδό του στο θρόνο, ο νεαρός Μωάμεθ βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν ισχυρό αντιτουρκικό συ­νασπισμό. Παράλληλα, είχε ξεσπάσει σύγκρουση μεταξύ των φιλοπόλεμων βεζίρηδων και των ειρηνόφι­λων. Τελικά ο Μουράτ επανήλθε στην εξουσία και αφού κατάφερε να περάσει με το στρατό του τα Στενά ηγήθηκε της αντεπίθεσης κατά των σταυροφόρων και τους νίκησε στη μάχη της Βάρνας. Μετά την επι­στροφή του πατέρα του ο Μωάμεθ παρέμεινε στην αφάνεια. Το 1451 επανήλθε στο θρόνο. Από τη στιγμή που επέστρεψε έθεσε ως στόχο την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Τελικά τον Απρίλιο του 1453 έφτασε μπροστά στην Πόλη επικεφαλής πανίσχυρου στρατού. Μετά την Αλωση της Κωνσταντινούπολης και τις καταστροφές που ακολούθησαν αποφάσισε να μεταφέρει στο Βόσπορο την πρωτεύουσά του. Άρχισε την ανοικοδόμηση και την ενίσχυσή της με πληθυσμούς που μετέφερε από άλλες περιοχές. Τα επόμενα χρόνια κατέλυσε το Δουκάτο των Αθηνών, το Δεσποτάτο του Μυστρά, την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και όλες τις λατινικές ηγεμονίες του Αιγαίου. Επί των ημερών του διεξήχθη ο Α' Βενετότουρκικός Πόλεμος που έληξε με νίκη των Οθωμανών, οι οποίοι απέσπασαν από τη Βενετία την Εύβοια και μερικά νησιά του Αιγαίου. Κατέλαβε τη Σερβία και εισέβαλε στη Βλαχία για να εξουδετερώσει τον ηγεμόνα Βλαντ Τέπε, που ήταν γνωστός κυρίως ως Βλαντ ο  Δράκουλας. Οι επανειλημμένες εκστρα­τείες του όμως απέτυχαν. Το 1478 κατέλαβε την Αλβανία.Αποκορύφωμα της δράσης του ήταν η επίθεση στην Ιταλία και η κατάληψη του Οτράντο το 1480. Πέθανε το 1481.
Ένα αφιέρωμα της Ε3στην ιστορία του Βυζαντίου




Χάρτες και εικόνες από την Άλωση της Πόλης

Η Πόλη

Η παράταξη των αντιπάλων

Τα τείχη

Η αλυσίδα στον Κεράτιο 
Κόλπο
Ο Μωάμεθ περνά τα καράβια στον Κεράτιο Κόλπο

Η παράταξη των Τούρκων
Η μεγάλη μπομπάρδα του Ουρβανού

Η τελική επίθεση


Η θέση άμυνας του Κ.Παλαιολόγου



Ο Ιωάννης Ιουστινιάνης



Μάχες στα τείχη





Εάλω η Πόλις


Θρήνος για την Πόλη 







Πήραν την Πόλη,  πήραν τηνπήραν τη Σαλονίκη!
πήραν και την Αγια-Σοφιάτο μέγα μοναστήρι,
που είχε τριακόσια σήμαντρακι εξήντα δυο καμπάνες
κάθε καμπάνα και παπάςκάθε παπάς και διάκος.
Σιμά να 'βγουν τα άγια,  κι ο βασιλιάς του κόσμου,
φωνή τους ήρθεξ ουρανούαγγέλων απτο στόμα
«Αφήταυτήν την  ψαλμουδιά,  να χαμηλώσουν τάγια,
χαι στείλτε λόγο στη Φραγκιάνα έρθουν να τα πιάσουν,
να πάρουν το χρυσό σταυρόκαι τάγιο ευαγγέλιο,
και την αγία τράπεζανα μην την αμολύνουν».

Σαν τάκουσεν η Δέσποιναδακρύζουν οι εικόνες
«Σώπακυρία Δέσποιναμην κλαίηςμη δακρύζης
πάλε με χρόνους με καιρούςπάλε δικά σου είναι».



                     Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως


Γιατί πουλί μου δεν κελαηδάς 


Γιατί πουλί μου δεν κελαηδάς
Πως κελαηδούσες πρώτα

Πως μπορώ μπορώ να κελαηδώ

Με κόψαν τα φτερούδια μου


Με πήραν τη λαλιά μου

Πήρανε την πόλη μας

Και την Αγιά Σοφιά μας

Κλαίει πικρά η Παναγιά
                                      
Θρήνος για την Πόλη 

Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς

Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς από 
το Μουσικό Σχολείο Βόλου





Έστειλα δυο πουλιά στην Κόκκινη Μηλιά

που λένε τα γραμμένα,

τo 'να σκοτώθηκε, τ' άλλο λαβώθηκε 

δε γύρισε κανένα.




Για το μαρμαρωμένο βασιλιά

ούτε φωνή, ούτε λαλιά.

τον τραγουδάει όμως στα παιδιά,


σαν παραμύθι η γιαγιά.




Έστειλα δυο πουλιά στην Κόκκινη Μηλιά

που λένε τα γραμμένα,

το 'να σκοτώθηκε, τ' άλλο λαβώθηκε


δε γύρισε κανένα.




Έστειλα δυο πουλιά στην Κόκκινη Μηλιά,

δυο πετροχελιδόνια,

μα κει εμμείνανε κι όνειρο γίνανε


και δακρυσμένα χρόνια.




Για τον μαρμαρωμένο βασιλιά

ούτε φωνή, ούτε λαλιά.

τον τραγουδάει όμως στα παιδιά,


σαν παραμύθι η γιαγιά.


Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

3ος περίπατος στα Βυζαντινά μνημεία (Κάστρα-Μονή Βλατάδων-Μονή Όσιου Δαβίδ)


ΤΑ ΤΕΙΧΗ
Η Θεσσαλονίκη, όπως προκύπτει από ιστορικές μαρτυρίες, περιτειχίστηκε αμέσως μετά την ίδρυσή της από το βασιλιά της Μακεδονίας Κάσσανδρο, το 315 π.Χ. Ο βασιλιάς Αντίγονος διάλεξε τη Θεσσαλονίκη ως τον πιο ασφαλή τόπο για να αντιμετωπίσει τον επιδρομέα βασιλιά της Ηπείρου Πύρρο (285 π.Χ.). Αργότερα, το 279 π.Χ., έξω από τα τείχη της πόλης συντρίφτηκε φοβερή επίθεση Κελτών επιδρομέων. Μάλιστα, στη μάχη αυτή, σκοτώθηκε και ο βασιλιάς της Μακεδονίας Πτολεμαίος ο Κεραυνός, υπερασπιζόμενος τη Θεσσαλονίκη.
Δείτε το βίντεο

Το περίγραμμα των βυζαντινών τειχών της πόλης.


Τα τείχη έσωσαν τη Θεσσαλονίκη τον 1ο π.Χ. αιώνα, όταν βάρβαρα Θρακικά φύλα πολιόρκησαν την πόλη, σύμφωνα με μαρτυρίες του Ρωμαίου ρήτορα Κικέρωνα, που το 58 π.Χ. βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη εξόριστος από τη Ρώμη. Πα να αντιμετωπισθεί ο κίνδυνος εκείνος, αναγκάσθηκαν οι Θεσσαλονικείς να κατασκευάσουν γρήγορα διάφορα οχυρωματικά έργα στην Ακρόπολη της σημερινής Άνω Πόλης και να επισκευάσουν σε πολλά τμήματα τα τείχη. Τα ασφαλή τείχη της πόλης έκαναν επίσης τους οπαδούς του Πομπήιου και άλλους συγκλητικούς, στην εποχή του εμφύλιου πολέμου των Ρωμαίων (49-48 π.Χ.), να καταφύγουν για προστασία στην πόλη που ήταν φύσει και τέχνη οχυρή.
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο δεν έγιναν σοβαρά έργα στα τείχη της πόλης παρά μόνο συμπληρώσεις και συντηρήσεις των τειχών της Ελληνιστικής περιόδου. Ίσως μόνο γύρω στη Χρυσή Πύλη (σημερινή πλατεία Δημοκρατίας) να ανασκευάσθηκε το τείχος, καθώς το 42 π.Χ. τοποθετήθηκε εκεί τιμητική αψίδα για την υποδοχή των νικητών της μάχης των Φιλίππων Αντωνίου και Οκτάβιου. Παρόμοιες επεμβάσεις έγιναν, στον ίδιο χώρο, τον 1ο μ.Χ. αιώνα, ενώ στα ανατολικά τείχη, στην περιοχή Κάμπος (Οθίτιροδ), πιστεύεται πως ο καίσαρας Γαλέριος διεύρυνε τον περιτειχισμένο χώρο της πόλης, για να δημιουργήσει το μεγάλο κτιριακό συγκρότημα των ανακτόρων του (αρχές 4ου μ.Χ. αιώνα).
Οι οχυρώσεις της Θεσσαλονίκης συμπληρώθηκαν αργότερα με σοβαρά έργα, κυρίως στο παραθαλάσσιο τμήμα, την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, όταν αυτός έκανε την πόλη βάση πολεμική κατά του γαμπρού του Λικιννίου (324 μ.Χ.). Τον ίδιο αιώνα επισκευάστηκαν τα τείχη της Θεσσαλονίκης με εντολή του αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη, για να αντιμετωπισθούν οι κίνδυνοι από τις συχνές επιδρομές των βαρβάρων.
Τα κυριότερα όμως οχυρωματικά έργα στη Θεσσαλονίκη έγιναν επί αυτοκράτορα Μ. Θεοδοσίου (379-395 μ.Χ.). Πα μία ακόμη φορά τότε, η Θεσσαλονίκη έγινε προσωρινή έδρα του αυτοκράτορα, γιατί προσφερόταν γεωγραφικά και επιχειρησιακά στον πόλεμο κατά των επιδρομέων Γότθων. Επιγραφή που σώζεται στα ανατολικά τείχη αναφέρεται στη δραστηριότητα αυτή του Θεοδοσίου, ο οποίος ανάθεσε όλο το έργο στον ειδικό για οχυρώσεις πόλεων Πέρση Ορμίσδα: "...τείχεσιν αρρήκτοις Ορμίσδας εξετέλεσε την δε πόλι(ν)...."

Αξιόλογες εργασίες στα τείχη της Θεσσαλονίκης έγιναν και επί βυζαντινών αυτοκρατόρων Ζήνωνα (474-491), Αναστασίου Α' (491 -518) και Λέοντα του Σοφού (886-912).
Η Άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακινούς

 Μετά την άλωση της πόλης από τους Σαρακηνούς Άραβες, το 904, που μπήκαν στη Θεσσαλονίκη από τα χαμηλά παραθαλάσσια τέιχη της, επί Ρωμανού Λεκαπηνού (919-945), υψώθηκαν τα τείχη της θάλασσας και η πόλη έγινε πιο ασφαλής.


Όταν ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος (976-1025) έκανε τη Θεσσαλονίκη βάση στους πολέμους του κατά των Βουλγάρων, πραγματοποίησε πολλές συμπληρώσεις και επισκευές στα τείχη της πόλης. Ένα όμως τμήμα των ανατολικών τειχών, συνέχιζε να μένει σχετικά αδύναμο, παρόλο ότι στο σημείο αυτό χτυπούσαν οι επιδρομείς που έφταναν από τη θάλασσα. Αυτή την αδυναμία εκμεταλλεύτηκαν οι Νορμανδοί, για να μπουν στη Θεσσαλονίκη το 1185.
Γύρω στα 1230-1232 έγιναν νέες εργασίες στα βόρεια τείχη, στην Ακρόπολη. Τότε κτίζεται ο γνωστός πύργος του όπου υπάρχει η επιγραφή: "Σθέν(ε)ι Μανουήλ του κρατίστου δεσπότου Ήγειρε τόνδε πύργον (ου), (σύν) τω τειχίω Γεώργιος δουξ απόκαυκος εκ βάθρων Σθέν(ει) Μανουήλ του κρατίστου (δεσπότου)".
Πύργος στο Επταπύργιο

Αργότερα, το 14ο αιώνα, καθώς η πόλη απειλείται από τους Καταλανούς, τους Σέρβους και τους Τούρκους, συμπληρώνονται τα παραθαλάσσια τείχη από το στρατιωτικό "λογοθέτη" της πόλης Υαλέο (1316), ενώ η λαϊκή κυβέρνηση των Ζηλωτών (1342-1349) φρόντισε και αυτή για την οχύρωση της πόλης.Με την πτώση των Ζηλωτών, έρχεται στη Θεσσαλονίκη η αυτοκράτειρα Άννα Παλαιολογίνα, που επιμελείται την κατασκευή νέων οχυρωματικών έργων στα ανατολικά τείχη ανοίγοντας και δύο νέες πύλες προς την Ακρόπολη. Στην πύλη που βρίσκεται κοντά στον πύργο του Τριγωνίου (ή της Αλύσεως) υπάρχει η επιγραφή:

                                 
Η πύλη της Άννας Παλαιολογίνας στα ανατολικά τείχη της Ακρόπολης.


Η επιγραφή της Άννας Παλαιολογίνας στην ομώνυμη πύλη (1355).


"Ανηγέρθη η παρούσα πύλη ορισμώ της κραταιός και αγίας ημών κυρίας και δεσποίνης κυράς Άννης της Παλαιολογίνης υπηρετήσαντος καστροφύλακος Ιωάννου Χαμαετού... τω ςωξγ ινδικτιώνος Θ." (=1355).
Κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας στην πόλη (1423-1430), έγιναν προσπάθειες για να ενισχυθεί η άμυνα της Θεσσαλονίκης με την εκτέλεση νέων έργων στα τείχη, καθώς οι Τούρκοι στένευαν τον αποκλεισμό της πόλης. Στην εποχή αυτή, κατά μία άποψη, ανάγονται οι δύο πύργοι που σώζονται στην πόλη σήμερα, ο Λευκός Πύργος κοντά στη θάλασσα και ο πύργος του Τριγωνίου στην Άνω Πόλη. Παρόμοιοι πύργοι, πιο μικροί σε μέγεθος, υπήρχαν κατά τη βυζαντινή περίοδο σε όλη την περίμετρο των τειχών. Οι πύργοι αυτοί, που ονομάζονταν πρόβολοι, με σχήμα κάτοψης τετράγωνο, πολύγωνο, κυκλικό ή ημικυκλικό, έφταναν τους 70 όταν υπήρχαν όλα τα τείχη της πόλης. ]





Πύργος Τριγωνίου


Τα τείχη της Θεσσαλονίκης σχημάτιζαν ένα τετράπλευρο με δύο κάθετες προς τη θάλασσα πλευρές (ανατολικό και δυτικό τείχος) και δύο παράλληλες (παραθαλάσσιο τείχος και τείχος της Ακρόπολης, στο λόφο). Είχαν ύψος, κατά μέσο όρο, 10-12 μ. και ανάπτυγμα 8 περίπου χιλιόμετρα. Στο μεγαλύτερο μέρος τους υπήρχε, προς τα έξω, ένα άλλο τείχος, το έξω τείχος, ή έξω διατείχισμα, ή περίτειχον ή προτείχισμα όπως το ονόμαζαν οι βυζαντινοί. Τα δύο τείχη είχαν σκοπό να δημιουργούν γραμμές άμυνας κατά των επιδρομέων, ενώ έξω από αυτά, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, υπήρχε μία τάφρος που γέμιζε με θαλασσινό νερό και είχε ξύλινες γέφυρες που καταστρέφονταν κατά τις εμπόλεμες περιόδους.



Τα τείχη, με φάρδος 10 περίπου πήχεις (4,60 μ.), είναι κατασκευασμένα με πέτρες και τούβλα -"ζωνάρια"- κάθε 2-3 μ., που πολλές φορές γίνονται και τόξα. Κοντά στις πύλες η κατασκευή των τειχών ήταν πιο επιμελημένη και χρησιμοποιούνταν πέτρινα και μαρμάρινα αγκωνάρια ή οπτοπλινθοδομές. Ακόμα, σε πολλά σημεία εντοιχίζονταν σπασμένα αγάλματα και αρχιτεκτονικά μέλη από ελληνικά κτίσματα, βωμούς και επιτύμβιες στήλες.



Εντοιχισμένα μαρμάρια ιονικά κιονόκρανα στα βόρεια τείχη του Επταπυργίου. Η τοποθέτηση τους δεν έγινε για λόγους οικονομίας υλικών αλλά από διάθεση αισθητικής οργάνωσης των οικοδομικών όγκων και επιφανειών.


Γνωστές πύλες των τειχών της Θεσσαλονίκης ήταν: η πύλη της Ρώμης (κοντά στο Λευκό Πύργο), η Κασσανδρεωτική πύλη (στη σημερινή πλατεία Συντριβανίου), η Ληταία πύλη (στο δυτικό άκρο της οδού Αγίου Δημητρίου), η Ψευδόχρυση ή Νέα Χρυσή πύλη (στο ανατολικό άκρο της οδού Αγίου Δημητρίου), η Χρυσή πύλη (στη σημερινή πλατεία Δημοκρατίας ή Βαρδαρίου), η πύλη του Γιαλού (κοντά στη θάλασσα). Ακόμα γνωστή πύλη ήταν και αυτή της Άννας Παλαιολογίνας, που σώζεται και σήμερα στην Άνω Πόλη, κοντά στον πύργο του Τριγωνίου.
Πάνω στην Ακρόπολη, όπου στρατοπέδευε η φρουρά της πόλης, υπήρχαν 14 μικρές πύλες που λέγονταν παραπύλια ή παραπόρτια και χρησίμευαν για στρατιωτικούς -κύρια- λόγους. Παρόμοιες μικρές πύλες υπήρχαν και στο παραθαλάσσιο τείχος.
Πύλη Επταπυργίου




Χάρτης Επταπυργίου

Επταπύργιο

Μέχρι το 1869 η Θεσσαλονίκη περιβαλλόταν από τα βυζαντινά της τείχη.
Αμέσως μετά ένα μεγάλο τμήμα των τειχών κατεδαφίστηκε από τους Τούρκους στην προσπάθειά τους να εξωραΐσουν την πόλη.



Μονή Βλατάδων
Κοντά στα τείχη της Ακρόπολης βρίσκεται η Πατριαρχική και σταυροπηγιακή Μονή Βλατάδων, βυζαντινό μοναστήρι της πόλης που λειτουργεί έως σήμερα και ένα από τα τελευταία λαμπρά έργα της βυζαντινής τέχνης στη Θεσσαλονίκη. Ιδρύθηκε μεταξύ του 1351-1371 από το μοναχό Δωρόθεο Βλατή, ο οποίος το 1371 εξελέγη μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Ο Δωρόθεος και ο αδερφός του Μάρκος Βλατής υπήρξαν μαθητές του Γρηγορίου Παλαμά, μητροπολίτη Θεσσαλονίκης από το 1347 έως το 1359, οπαδοί του ησυχασμού και συντελεστές στην ανασυγκρότηση της πόλης μετά το κίνημα των Ζηλωτών (1342 -1349).
Αρχικά η μονή ήταν αφιερωμένη στο Χριστό Παντοκράτορα, ενώ σήμερα τιμάται στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Από το βυζαντινό συγκρότημα σώζεται μόνο το καθολικό. Τα υπόλοιπα κτίσματα στην αυλή του αποτελούν προσθήκες του 20ου αιώνα (ηγουμενείο, σκευοφυλάκιο, ναΐσκος Κοιμήσεως Θεοτόκου, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών). Το καθολικό χτίστηκε στη θέση προγενέστερου, πιθανώς μεσοβυζαντινού, ναού σε παραλλαγή του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο ναού περιβαλλόμενου από περίστωο που απολήγει ανατολικά σε δύο παρεκκλήσια. Στην αρχική μορφή του ανήκουν ο κυρίως ναός με το ιερό βήμα, το νότιο παρεκκλήσι, αφιερωμένο στους κορυφαίους αποστόλους Πέτρο και Παύλο, και το με­γαλύτερο μέρος της νότιας στοάς. Το υπόλοιπο περίστωο αποτελεί προσθήκη του 1801, ενώ το νεοκλασικό πρόπυλο και η ανοιχτή νότια στοά προστέθηκαν το 1907.


Εσωτερικά ο ναός κοσμήθηκε με τοιχογραφίες που χρο­νολογούνται στο διάστημα 1360-1380, μετά την κοίμηση και αγιοποίηση του Γρηγορίου Παλαμά (1359). Στον τρούλο ο Πα­ντοκράτορας, άγγελοι και προφήτες, στα τόξα του κυρίως ναού διατηρούνται αποσπασματικά σκηνές του Δωδεκαόρτου και στους τοίχους μορφές ασκητών και μοναχών αγίων.
 Σε καλή κα­τάσταση διατηρούνται η Βάπτιση και οι Τρεις Παίδες εν τη καμίνω στις δύο κόγχες του νάρθηκα. Στο νάρθηκα επίσης παριστά­νονται στρατιωτικοί άγιοι και διακρίνονται υπολείμματα από τα θαύματα του Ιησού. Δύο παραστάσεις του Γρηγορίου Παλαμά, η μία στο δεξιό τοίχο της εισόδου από το νάρθηκα στον κυρίως ναό και η δεύτερη στο νότιο παρεκκλήσι μεταξύ των μεγάλων θεολόγων της Εκκλησίας, επιβεβαιώνουν τη στενή σχέση της μονής με το κίνημα του Ησυχασμού.
Μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης; (1430) το μοναστήρι επιβίωσε μέσα από ένα καθεστώs προνομίων, τόσο ως πατριαρ­χικό ίδρυμα όσο και λόγω του ελέγχου που είχε στην υδροδότη­ση της πόλη. Η τουρκική ονομασία του «Τσαούς Μοναστήρι» το συνδέει με τον Τσαούς Μπέη που έχτισε το 1431 τον ομώνυμο πύργο στο Επταπύργιο. Το σφυροκόπημα των τοιχογραφιών δεί­χνει ότι για κάποιο άγνωστο διάστημα περιήλθε στα χέρια των Οθωμανών. Πιθανώς αυτό να ήταν ένα σύντομο επεισόδιο, δε­δομένου ότι οι μετασκευές και προσθήκες, το ξυλόγλυπτο τέ­μπλο του 17ου αιώνα και η συλλογή των εικόνων στο σκευοφυ­λάκιο της μονής μαρτυρούν την συνεχή λειτουργία της.

Άγιος Δημήτριος

Μονή Όσιου Δαβίδ

Στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκη, στο πέρας της οδού Αγίας Σοφίας, βρίσκεται ο ναός του Οσίου Δαβίδ, άλλοτε κα­θολικό της μονής του Χριστού Σωτήρα του Λατόμου ή των Λατόμων, προσωνυμία που οφείλεται στην ύπαρξη λατομείων πέτρας στην περιοχή.Σύμφωνα με τη «Διήγησιν του Ιγνατίου», κείμενο του 11ου αιώνα, η Θεοδώρα, κόρη του ρωμαίου αυγούστου Γαλέριου Μαξιμιανού (305-311) έδωσε εντολή να κτιστεί στη θέση αυτή ένα λουτρό με σκοπό να λατρεύει κρυφά το χριστιανι­σμό και να το κοσμήσουν με ψηφιδωτό που έφερε την παράσταση του Χριστού. Το ψηφιδωτό καλύφθηκε με δέρμα βοδιού για να μην γίνει αντιληπτό από το χριστιανομάχο πατέρα της. 
Στα χρόνια της Εικονομαχίας (726-843) ο χώρος λειτουργού­σε ως μοναστήρι αφιερωμένο στον Προφήτη Ζαχαρία αλλά το ψηφιδωτό ήταν ακόμη καλυμμένο. Μετά από σεισμό, μεταξύ του 813-820, αποκαλύφθηκε η παράσταση του Χριστού και στο εξής το μοναστήρι αφιερώθηκε στο Χριστό Σωτήρα.
Τα στοιχεία της «Διήγησης» και τα αρχαιολογικά δεδομένα δείχνουν πως ο ναός κτίστηκε στα ερείπια ρωμαϊκού βαλανείου στα τέλη του 5ου αιώνα ως καθολικό μονής αφιερωμένης στον Προφήτη Ζαχαρία. Έχει τετράγωνο σχήμα με ημικυκλική αψίδα στα ανατολικά και περιέκλειε ισοσκελή σταυρό και τέσσερα γωνιαία διαμερίσματα. Στεγαζόταν με τέσσερις καμάρες και θόλο στο κέντρο. Την ίδια εποχή διακοσμή­θηκε με ψηφιδωτό και τοιχογραφίες στο ιερό Βήμα με δαπάνη «... ης οίδεν ο θεός το όνομα», σύμφωνα με την κτητορική επι­γραφή. 

Το ψηφιδωτό ένα από τα σημαντικότερα της παλαιοχριστιανικής τέχνης, απεικονίζει το 'Οραμα του προφήτη Ιεζεκιήλ, μία παράσταση θεοφανείας που συμβολίζει το θρίαμβο του Χριστού. 0 Χριστός σε νεαρή ηλικία, καθισμένος σε τόξο μέσα σε ελλειψοειδή δόξα, περιβάλλεται από τα τέσσερα σύμβολα των Ευαγγελιστών. Στα πόδια του ρέουν οι ποταμοί του Παρα­δείσου, Γεών, Φισών, Τίγρης και Ευφράτης που καταλήγουν στον ποταμό Χοβάρ (=Ιορδάνη). Στα δύο άκρα της σύνθεσης παριστάνονται οι προφήτες Ιεζεκιήλ και Αβακκούμ. Τεχνοτροπικά το ψηφιδωτό συνδέεται με την ελληνορωμαϊκή καλλιτε­χνική παράδοση.
Στα μέσα του 12ου αιώνα ο ναός επισκευάζεται και ανα­καινίζεται με τοιχογραφίες υψηλής ποιότητας που συνδέονται με το καλλιτεχνικό περιβάλλον της Θεσσαλονίκης της εποχής των Κομνηνών.




 Διατηρήθηκαν η Γέννηση, η Βάπτιση, τμήμα της Υπαπαντής και της Μεταμόρφωσης στη νότια καμάρα. Στις αρχές του 14ου αιώνα, ανάγονται οι παραστάσεις της Βαϊοφόρου, της Προσευχής του Ιησού και της Παναγίας του Πάθους στον ανατολικό τοίχο της βόρειας καμάρας.
Στην Τουρκοκρατία, ίσως στο 16ο αιώνα, ο ναός μετα­τράπηκε σε τζαμί με την επωνυμία «Σουλουτσά τζαμί» (= μο­ναστήρι του νερού), λόγω προϋπάρχουσας πηγής στην περιο­χή. Η δυτική του πλευρά κατεδαφίστηκε, η στέγασή του άλλα­ξε, η είσοδος μεταφέρθηκε στη νότια πλευρά και η εσωτερική επιφάνεια των τοίχων καλύφθηκε από επίχρισμα.

Το 1921 ο χώρος αποδόθηκε στη χριστιανική λατρεία και αφιερώθηκε στον Όσιο      Δαβίδ. Το ψηφιδωτό αποκαλύφθη­κε το 1922, ενώ οι τοιχογραφίες το 1922-1925. Μετά τους σεισμούς του 1928 έγιναν εργασίες αποκατάστασης και συντήρη­σης του ναού.

Μετά τους σεισμούς του 1978 ακολούθησαν εργασίες αναστήλωσης, συντήρησης και αποκατάστασης του μνημείου, ενώ παράλληλα αποκαλύφθηκαν άγνωστες τοιχογραφίες που συμπληρώνουν τη γνώση μας για τη μνημειακή ζωγραφική της τελευταίας φάσης της παλαιολόγειας περιόδου.




Δείτε το βίντεο