Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

Ηλεκτρισμός -Βίντεο (κύκλωμα,ηλεκτροστατικός ηλ.,κεραυνός)

Μια σειρά από βίντεο για τον ηλεκτρισμό τα οποία θα βοηθήσουν τους μαθητές να κατανοήσουν τον ηλεκτρισμό.


                                            
























Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Ένας αγιογράφος στη τάξη μας

Άγιος Νικόλαος (φρέσκο) -Γ.Σπανός


Ένα πολύ ενδιαφέρον τρίωρο πέρασαν οι μαθητές της Ε3 την Παρασκευή. Φιλοξενούμενος μας ο αγιογράφος και θεολόγος Γιώργος Σπανός.Το μίνι αυτό σεμινάριο αγιογραφίας έγινε στα πλαίσια των μαθημάτων της ιστορίας και των θρησκευτικών (Βυζαντινή τέχνη).Ο αγιογράφος έκανε μια αναδρομή στην ιστορία της αγιογραφίας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα,αναφορά στο επάγγελμα του αγιογράφου,τις τεχνικές,τα υλικά και τη θέση των εικόνων στο ναό.Τα παιδιά από την πλευρά τους "βομβάρδισαν" το Γ.Σπανό με ερωτήσεις ,τις οποίες απάντησε υπομονετικά.Η δημιουργική αυτή συνάντηση έκλεισε με την υπόσχεση του αγιογράφου για πρακτική εξάσκηση το επόμενο διάστημα.








Παντοκράτωρ-Γ.Σπανός
Το πρόγραμμα του σεμιναρίου


1.Γενικά για την αγιογραφία
2.Αγιογράφος
3.Ιστορία αγιογραφίας -Ρίζες-Εξέλιξη
4.Υλικά -Τεχνικές
5.Φορητές εικόνες
6.Εικονογράφηση ναών
7.Εικονογραφικές ζώνες ναού.Θέση εικόνων στο ναό
8.Τεχνική της αγιογραφίας στην πράξη.
9.Ερωτήσεις μαθητών

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

904 μ.χ. : Άλωση και λεηλασία της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς πει­ρατές.


Οι Σαρακηνοί πειρατές οδηγούν στην
 αιχμαλωσία τους Θεσσαλονικείς.

Από τα τέλη του 9ου αιώνα οι Σαρακηνοί πειρατές (Άραβες που κατάγονταν α­πό την Ισπανία) είχαν εμφανιστεί στις ελληνικές θάλασσες και είχαν γίνει η μάστιγα των νησιών και των παραλίων του Αιγαίου. Ορμητήριο τους ήταν η Κρήτη, που την είχαν καταλάβει και την είχαν μετατρέψει σε άντρο πειρατών και σε μεγάλο σκλαβοπάζαρο. Τόση ήταν η δύναμη τους, ώστε δε δίστασαν να προσβάλουν τη δεύτερη πόλη της βυζαντινής αυτοκρατορίας, τη Θεσσαλονίκη. Τα δραματικά γεγονότα της πολιορκίας και της άλωσης της πόλης έγραψε ο Ι.Καμενιάτης.(Πληροφορίες πιο κάτω)
Ο στόλος των Σαρακηνών, 54 πλοία που το καθένα μετέφερε 200 περίπου πο­λεμιστές, με επικεφαλής τον αρνησίθρησκο Λέοντα τον Τριπολίτη, εμφανίστηκε στο Θερμαϊκό στις 29 Ιουλίου του 904, ημέρα Κυριακή. Αμέσως άρχισαν οι επιθέσεις ε­ναντίον του τείχους της πόλης, αλλά τις δύο πρώτες μέρες της πολιορκίας οι υπερα­σπιστές κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τους επιδρομείς.
Τότε οι Σαρακηνοί επινόησαν ένα τέχνασμα για να κυριέψουν την πόλη. Αφού ένωσαν δύο δύο τα πλοία τους, κατασκεύασαν επάνω ξύλινους πύργους, που το ύψος τους ξεπερνούσε το ύψος του θαλάσσιου τείχους. Έτσι την τρίτη μέρα, όταν τα πλοία με τους πύργους πλησίασαν το τείχος, οι πειρατές μπόρεσαν εύκολα να πηδή­ξουν επάνω, ενώ οι υπερασπιστές εγκατέλειπαν τις θέσεις τους πανικόβλητοι. Η τύ­χη της Θεσσαλονίκης είχε κριθεί.


Χάρτης της Βυζαντινής Θεσσαλονίκης όπου διακρίνονται τα θαλάσσια τείχη
από όπου μπήκαν οι Σαρακηνοί(κλικ για μεγέθυνση)

Οι Σαρακηνοί ανεμπόδιστοι πια όρμησαν μέσα στην πόλη και άρχισαν να σφά­ζουν αδιάκριτα και να λεηλατούν. Όσοι γλίτωναν τη σφαγή αιχμαλωτίζονταν. Κι αυ­τό συνεχίστηκε για δέκα περίπου μέρες, όσες έμειναν οι πειρατές εκεί.
Τελικά οι επιδρομείς, αφού είχαν ολοκληρώσει το καταστροφικό τους έργο, έφυ­γαν σέρνοντας μαζί τους, σύμφωνα με τις μαρτυρίες 22.000 αιχμαλώτους. Οι περισ­σότεροι από αυτούς πουλήθηκαν στο σκλαβοπάζαρο που στήθηκε στο Χάνδακα (Ηράκλειο). Άλλοι μεταφέρθηκαν στην Τρίπολη της Συρίας και πουλήθηκαν εκεί κι ένας μικρότερες αριθμός μεταφέρθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας, όπου έγινε η εξαγο­ρά ή η ανταλλαγή τους με Σαρακηνούς αιχμαλώτους.


Ιωάννου Καμενιάτου: Στην Άλωση της Θεσσαλονίκης  (904 μ.χ.)

Πολλές πληροφορίες για τη Θεσσαλονίκη εκείνης της περιόδου ,αλλά και συγκλονιστική περιγραφή της άλωσης έχουμε από το βιβλίο του Καμενιάτη.
Ο Καμενιάτης ήταν κληρικός όπως και ο πατέρας του (κατείχε την ανώτερη θέση στη Θεσσαλονίκη) και σώθηκε από την σφαγή την τελευταία στιγμή.Συγκεκριμένα όταν ο Σαρακηνός κατέβαζε τη σπάθα του ,ο Καμενιάτης πρόλαβε να πει για το θησαυρό που είχε κρυμμένο.Οι Σαρακηνοί του χάρισαν τη ζωή όχι όμως και τη αιχμαλωσία.Ο Καμενιάτης πέρασε την υπόλοιπη ζωή του στις φυλακές της Ταρσού ,όπου έγραψε την ιστορία του,περιμένοντας την ανταλλαγή αιχμαλώτων μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων

Απόσπασμα από το βιβλίο του Καμενιάτη ,που περιγράφει τη σφαγή του πλήθους
στο ναό του Αγίου Γεωργίου (Ροτόντα)

Η σφαγή μέσα στο ναό
" Μαζί με τον αρχηγό μπήκαν στο ναό όχι και λίγο πλήθος μακελάρηδες. Μα εκείνος πήδησε αμέσως κι ανέβηκε απάνου στην άγια τράπεζα, όπου κάμνουν οι παπάδες τη μυστική λατρεία· σταύρωσε τα πόδια του, όπως συνηθίζουν οι βάρβαροι, έκατσε γεμάτος οργή κι άγρια τρέλα, άρχισε να κοιτάζει ολόγυρα εκείνο το πλήθος τους άντρες κι όσα ήθελε να κάμει, τ' άφηνε στο σαδισμό τους. Τον πατέρα μου και τον αδερφό μου τους έ­πιασε με τα δυο του τα χέρια, κι εμάς, πρόσταξε, αυτούς που μας έπιασαν, να μας φυλάγουν αυτού κάπου κοντά στην πόρτα και μ' ένα νόημα πρόσταξε τους βαρβάρους να σφάξουν τους άλλους. Κι αυτοί, φυσικά, στη στιγμή, σαν άπιαστοι λύκοι, που πέτυχαν κυνήγι, έτσι βιαστικά κι ανελέητα, τους κατάσφαξαν τους δόλιους. Μα, ενώ ήταν ακόμα ξαναμμένοι απ' την οργή τους, κοίταξαν τον τρομερό εκείνο δικαστή, για να ιδούν, τι ήθελε να μας κάμουν κι εμάς.
Εκείνος ωστόσο για την ώρα δεν τους άφησε να μας πειράξουν εμάς και νομίζαμε πως, επειδή μας φύλαγαν εκεί, θα σφάξουν και τον πατέρα μου και τον αδερφό μου μαζί με τους άλλους και πως μονάχα εμάς θα μας αφήσουν. Μα αυτοί πάλι, που τους φύλαγαν στ' άγιο βήμα, το ίδιο έβαζαν με το νου τους για μας. Δε μπορούσαμε όμως να βάλουμε κάποιο τέλος στην αμφιβολία μας. Γιατί, μόλις τελείωσε η σφαγή εκείνων των δυστυχισμένων και γέμισε όλο το πάτωμα από κουφάρια σφαγμένους ανθρώπους και το αίμα έκαμνε λίμνη ανάμεσα τους, επειδή ο αιμοβόρος εκείνος δε μπορούσε να βγει έξω, πρόσταξε να μαζέψουν το 'ν' απάνου στ' άλλο τα κουφάρια τους σφαγμένους από δω κι από κει γύρω γύρω στις άκριες του ναού. ' Όταν λοιπόν το ' καμαν κι αυτό στο άψε σβήσε, πήδησε αμέσως αυτός απ' την άγια τράπεζα, αγκάλιασε πάλι τον πατέρα μου και τον αδερφό μου με τα δυο του τα χέρια κι ήρθε ως εμάς. Η θολούρα κιόλας, που κατατρόμαξε τις ψυχές μας απ' αυτά που βλέπαμε, ήτανε τόσο μεγάλη, και με όσα δηλαδή είδαμε σ' εκείνους και με όσα φανταζόμασταν για μας, ώστε να μην καταπραΰνει κατά τίποτε την απελπισιά μας πως μονάχα εμείς γλυτώσαμε από μια τέτοια κοσμοχαλασιά, παρά μονάχα να κοιταζόμαστε μεταξύ μας στα πρόσωπα, σα να τα' χουμε χαμένα, χωρίς ούτε φωνή να μπορούμε να βγάλουμε για τη συμφορά μας. Αποκόπηκε από τους πιο πολλούς βαρβάρους εκείνος ο αγέλαστος, καβαλίκεψε ένα άλογο που ήταν εκεί, κι έγινε άφαντος απ' ανάμεσά μας· πρώτα όμως πρόσταξε να μας πιάσουν και πάλι και να τρέξουν γρήγορα για το λιμάνι της πολιτείας· γιατί κι αυτός είπε, εκεί βιάζεται να πάει."




Άραβες πολεμιστές



Η επέκταση των Αράβων .Οι Σαρακηνοί κάνουν ορμητήριο την Κρήτη
               .

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

Ακρίτες και ακριτικά τραγούδια


Ακρίτες αποκαλούνταν από τους Βυζαντινούς οι φύλακες των συνόρων, που την εποχή εκείνη τα ονόμαζαν «άκρες». Οι ακρίτες αντικατέστησαν τους milites limitaneos των αυτοκρατορικών χρόνων της Ρώμης, τους οποίους οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες είχαν εγκαταστήσει μονίμως για να προφυλάξουν τη χώρα από αιφνιδιασμούς και επιδρομές των βαρβάρων.
Στους ακρίτες δωρίζονταν κτήματα για να τα καλλιεργούν και απαλλάσσονταν από τους φόρους, με μόνη υποχρέωση να φυλάσσουν τα σύνορα από τις επιδρομές των Αράβων και των απελατών (μεσαιωνικοί κλέφτες). Ήταν δηλαδή ένα είδος μόνιμων μισθοφόρων φρουρών και στρατιωτών.




Το «Έπος του Διγενή Ακρίτη»
Το έμμετρο αφήγημα του Διγενή Ακρίτη είναι το παλαιότερο λογοτεχνικό γραπτό μνημείο της δημώδους ελληνικής μεσαιωνικής γλώσσας, το οποίο έχει θεωρηθεί ως το έργο που σηματοδοτεί την αρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Εξιστορεί την καταγωγή του Διγενή, τα παιδικά του χρόνια, τα ηρωικά κατορθώματά του και τον θάνατό του.

Υπόθεση του έργου
Το έργο ξεκινά με την αφήγηση της ιστορίας των γονέων του Διγενή: πατέρας του ήταν ο εμίρης της Συρίας Μουσούρ, ο οποίος σε μια επιδρομή σε βυζαντινά εδάφη άρπαξε την μοναχοκόρη ενός βυζαντινού στρατηγού. Τα πέντε αδέρφια της κοπέλας συνάντησαν τον εμίρη για να ζητήσουν πίσω την αδερφή τους και, επειδή εκείνος αρνήθηκε να την δώσει, ο μικρότερος από αυτούς μονομάχησε μαζί του και τον νίκησε. Ο εμίρης όμως αρνήθηκε να επιστρέψει την κοπέλα. Την παντρεύτηκε, βαφτίστηκε χριστιανός και εγκαταστάθηκε στο βυζαντινό έδαφος· όταν η μητέρα του τον κάλεσε οργισμένη να επιστρέψει στην πατρίδα του εκείνος την επισκέφτηκε και έπεισε εκείνη και την οικογένειά του να ασπαστούν τον χριστιανισμό. Ένα χρόνο μετά τον γάμο γεννήθηκε ο γιος του ζευγαριού, Βασίλειος.
Ο Βασίλειος είχε δείξει από τα παιδικά του χρόνια τις εξαιρετικές ικανότητες και επιδόσεις του σε ασχολίες όπως το κυνήγι: σε ηλικία 12 ετών έπνιξε δύο αρκούδες και σκότωσε ένα λιοντάρι. Όταν ερωτεύτηκε την κόρη ενός στρατηγού, την έκλεψε με την θέλησή της, επειδή οι γονείς της δεν έδιναν την συγκατάθεσή τους, και ο πατέρας της κοπέλας επέτρεψε τον γάμο μόνο αφού ο Διγενής σκότωσε τους πολεμιστές που έστειλε ο στρατηγός για να τον κυνηγήσουν. Η συνέχεια του κειμένου αφηγείται τα κατορθώματα του Διγενή που τον έκαναν διάσημο και για τα οποία του απένειμε τιμές ο βυζαντινός αυτοκράτορας. Το μεγαλύτερο τμήμα καταλαμβάνεται από την αφήγηση -σε πρώτο πρόσωπο- των μαχών του Διγενή απέναντι σε έναν δράκο και ένα λιοντάρι που απειλούσε την γυναίκα του και εναντίων των απελατών και της αμαζόνας Μαξιμώς που ήθελαν να την κλέψουν.  Μετά την δόξα που απέκτησε ο Διγενής αποσύρθηκε σε έναν μεγάλο πύργο που έχτισε στις όχθες του Ευφράτη, όπου και πέθανε σε νεαρή ηλικία, από ασθένεια. Αμέσως μετά τον θάνατό του πέθανε και η γυναίκα του από την θλίψη.

Χειρόγραφα
Το έργο σώζεται σε έξι χειρόγραφες παραλλαγές:
1.το χειρόγραφο του Εσκοριάλ (βρέθηκε στην βιβλιοθήκη Εσκοριάλ της Μαδρίτης και αποτελείται από 1867 στίχους)
2.της Τραπεζούντας (βρέθηκε στην μονή Σουμελά του Πόντου και αποτελείται από 3182 στίχους)
3.το χειρόγραφο Άνδρου-Αθηνών (χειρόγραφο Εθνικής Βιβλιοθήκης 1074), με 4778 στίχους
4.της Κρυπτοφέρρης (από την μονή της Grottaferrata στην Ιταλία, με 3709 στίχους
5.της Οξφόρδης, που είναι ομοιοκατάληκτη διασκευή του 1670 από τον ιερομόναχο Ιγνάτιο Πετρίτση
6.της Άνδρου (τώρα Θεσσαλονίκης αρ. 2) που είναι πεζή διασκευή από την χρονιά 1632.



Ο Διγενής


Ο Διγενής ψυχομαχεί
κι η γης τόνε τρομάζει

κι η πλάκα τον ανατριχιά

πως θα τόνε σκεπάσει

γιατί από 'κειά που κοίτεται

λόγια 'ντρειωμένου λέει:


Νάχεν η γης πατήματα
κι ο ουρανός κερκέλια 
να πάτουν τα πατήματα
να 'πιανα τα κερκέλια
ν' ανέβαινα στον ουρανό,
να διπλωθώ να κάτσω
να δώσω σείσμα τ' ουρανού.

Ο Διγενής (Ν.Ξυλούρης)

Το Μικρό Βλαχόπουλο
Ο Κωνσταντίνος ό μικρός κι ο Αλέξης ό αντρειωμένος,
και το μικρό Βλαχόπουλο, ό καστροπολεμίτης,
αντάμα τρών' και πίνουνε και γλυκοκουβεντιάζουν,
κι αντάμα έχουν τούς μαύρους των στον πλάτανο δεμένους.
Του Κώστα τρώει τα σίδερα, τ' Αλέξη τα λιθάρια,
και του μικρού Βλαχόπουλου τα δέντρα ξεριζώνει.
Κι εκεί που τρώγαν κι έπιναν και πού χαροκοπούσαν,
πουλάκι πήγε κι έκατσε δεξιά μεριά στην τάβλα.
Δεν κελαηδούσε σαν πουλί, δεν έλεε σαν αηδόνι,
μόν' ελαλούσε κι έλεγεν ανθρωπινή κουβέντα:
«Εσείς τρώτε και πίνετε και λιανοτραγουδάτε,
και πίσω σας κουρσεύουνε Σαρακηνοί κουρσάροι.
Πήραν τ' Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και του μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένη».
Ώστε να στρώσει ό Κωνσταντής και να σελώσει ό Αλέξης,
εβρέθει το Βλαχόπουλο στο μαύρο καβαλάρης.
«Για σύρε συ, Βλαχόπουλο, στη βίγλα να βιγλίσεις!
Αν είν' πενήντα κι εκατό, χύσου μακέλεψέ τους,
κι αν είναι περισσότεροι, γύρισε μίλησέ μας».
Επήγε το Βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλίσει.
Βλέπει Τουρκιά Σαρακηνούς κι Αράπηδες κουρσάρους:
οι κάμποι επρασινίζαμε, τα πλάγια κοκκίνιζαν.
Άρχισε  να τους διαμετράει, διαμετρημούς δεν είχαν.
Να πάει πίσω ντρέπεται, να πάει εμπρός φοβάται
Σκύβει, φιλεί το μαύρο του, στέκει και τον ρωτάει:
«Δύνεσαι, μαύρε μ', δύνεσαι στο γαίμα για να πλέξεις;
«Δύνομαι, αφέντη, δύνομαι στο γαίμα για να πλέξω,
κι όσους θα κόψει το σπαθί, τόσους θε  να πατήσω.
Μόν' δέσε το κεφάλι σου μ' ένα χρυσό μαντίλι,
μην τύχει λάκκος και ριχτώ και πέσεις απ' τη ζάλη».
«Σαΐτες μου άλεξαντρινές, καμιά να μη λυγίσει,
και συ, σπαθί μου διμισκί, να μην αποστομώσεις.
Βόηθα μ', ευχή της μάνας μου και του γονιού μου βλόγια,
ευχή του πρώτου μ' αδερφού, ευχή και του στέρνου μου.
Μαύρε μου, άιντε να ' μπούμε, κι όπου ό Θεός τα βγάλει!»

Στα έμπα του μπήκε σαν αετός, στα ξέβγα σαν πετρίτης·
στα έμπα του χίλιους έκοψε, στα ξέβγα δυο χιλιάδες,
και στο καλό το γύρισμα κανένα δεν αφήνει.
Πήρε τ' Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και το μικρό Βλαχόπουλο την αρραβωνιασμένη.
Προσγονατίζειυς παίρνει.
Στο δρόμο οπού πήγαινε, σέρνει φωνή περίσσα:
«Που είσαι, αδελφέ μου Κωσταντά κι Αλέξη αντρειωμένε;
Αν είστε εμπρός μου φύγετε, κι οπίσω μου κρυφτείτε,
Τι θόλωσαν τα μάτια μου, μπροστά μου δε σας βλέπω,
και το σπαθί μου ράγισε κόβοντας τα κεφάλια,
κι ο μαύρος λιγοκάρδισε πατώντας τα κουφάρια».



Το Μικρό Βλαχόπουλο (Γιώργος Νταλάρας)

Βασίλειος Διγενής Ακρίτας
(Συλλογή ιστοριών του έπους για αξιοποίηση στην τάξη)