Συνεχίζουμε την περιήγηση στη Βυζαντινή Θεσσαλονίκη με το 2ο περίπατο (ο 1ος περιλάμβανε Ρωμαϊκή Αγορά ,Ροτόντα,Αψίδα Γαλερίου, Ανάκτορα Γαλερίου ) που περιλαμβάνει τους ναούς : Άγιο Δημήτριο, Αχειροποίητο,Αγία Σοφία,Παναγιά Χαλκέων ,Προφήτη Ηλία και Αγία Αικατερίνη, αντιπροσωπευτικά δείγματα της βυζαντινής τέχνης στο πέρασμα των αιώνων.Η επιλογή έγινε γιατί είναι ευδιάκριτη η εξέλιξη του ρυθμού των βυζαντινών ναών και λόγω της κοντινής απόστασης.
Η Αχειροποίητος, ο μεγάλος ναός της Θεοτόκου, κτίστηκε στο κέντρο τη βυζαντινής Θεσσαλονίκης, βόρεια από τη Λεωφόρο των βυζαντινών χρόνων (σημερινή οδό Εγνατία). Ιδρύθηκε πάνω στα ερείπια συγκροτήματος ρωμαϊκών λουτρών, ίχνη των οποίων διατηρούνται ορατά στο βόρειο κλίτος.
Ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με νάρθηκα και υπερώα.
Στην ανατολική πλευρά απολήγει σε μεγάλη ημικυκλική αψίδα, βόρεια της οποίας υπάρχει μικρό παρεκκλήσι των μεσοβυζαντινών χρόνων, αφιερωμένο στην Αγία Ειρήνη. Στη νότια πλευρά και δίπλα από τη νότια είσοδο βρίσκεται προσκολλημένο κτίσμα με κόγχη στα ανατολικά, το οποίο χρησίμευε για τιε λατρευτικές ανάγκες της παλαιοχριστιανικής βασιλικής.
Δύο κιονοστοιχίες με εξαίρετα κορινθιακά κιονόκρανα χωρίζουν το ναό σε τρία κλίτη. Το κεντρικό κλίτος υπερυψωνόταν και έφερε φωταγωγό, που σήμερα δε σώζεται. Η επικοινωνία του κεντρικού κλίτους με το νάρθηκα γίνεται με ευρύ τρίβηλο άνοιγμα, ενώ μονά ανοίγματα υπάρχουν μεταξύ των πλαγίων κλιτών και του νάρθηκα.
Στην αρχική φάση του ναού ανήκουν και τα εξαιρετικής τέχνης ψηφιδωτά που σώζονται στα εσωράχια των τόξων των κιονοστοιχιών και των υπερώων, στα δύο εγκάρσια τόξα του νάρθηκα, στο τρίβηλο, στο παράθυρο του δυτικού τοίχου και έχουν φυτικό και συμβολικό διάκοσμο. Η τεχνοτροπία τους, μαζί με αυτήν του γλυπτού διακόσμου, καθώς και τα αρχιτεκτονικά δεδομένα ανάγουν την ίδρυση της Αχειροποιήτου στα μέσα του 5ου αιώνα. Στο β ' τέταρτο του 13ου αιώνα τοποθετείται η τοιχογραφία των 40 Μαρτύρων που σώζεται στο νότιο κλίτος.
Μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς το 1430, η Αχειροποίητος ήταν ο πρώτος ναός που μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος από τον σουλτάνο Μουράτ. Το 1912, με την απελευθέρωση της πόλης, αποδόθηκε και πάλι στη χριστιανική λατρεία. Οι σεισμοί του 1978 προκάλεσαν στο μνημείο σοβαρότατες βλάβες, γεγονός που αποτέλεσε την αρχή εκτεταμένων αναστηλωτικών εργασιών, που χρηματοδότησε η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τα μέρη του ναού |
Ο ψηφιδωτός διάκοσμος |
Δείτε το βίντεο για την Αχειροποίητο
Άγιος Δημήτριος (5oς αιώνας)
Άγιος Δημήτριος, ο ναός που είναι αφιερωμένος στη μνήμη του πολιούχου της Θεσσαλονίκης, βρίσκεται στην οδό Αγίου Δημητρίου βόρεια της αρχαίας Αγοράς. Όπως μπορείς να καταλάβεις και από την εξωτερική όψη του ναού, πρόκειται για ένα κτήριο των νεότερων χρόνων.Πραγματικά, ο Άγιος Δημήτριος αναστηλώθηκε πλήρως μετά την καταστροφική πυρκαγιά του1917. Η αναστήλωση όμως ακολούθησε τον αρχικό αρχιτεκτονικό τύπο της πεντάκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής, σύμφωνα με τον οποίο είχε χτιστεί ο αρχικός ναός τον 7ο αι.
Η ιστορία του ναού είναι άμεσα συνδεμένη με σημαντικές καμπές της ζωής των Θεσσαλονικέων και την αγάπη τους για τον Άγιο προστάτη τους.Όταν με το διάταγμα του Μεδιολάνου περί ανεξιθρησκίας, το 313 μ.Χ., δόθηκε τέλος στους διωγμούς των Χριστιανών, χτίστηκε ένας μικρός ναός στον τόπο του μαρτυρίου του Αγίου, πάνω στα ερείπια ρωμαϊκού λουτρού των Χριστιανών, χτίστηκε ένας μικρός ναός.Το 413 ο έπαρχος του Ιλλυρικού Λεόντιος, αποδίδοντας την ίαση του, από σοβαρή ασθένεια, σε θαύμα του Αγίου, έχτισε στην ίδια θέση μια μεγάλη τρίκλιτη βασιλική, που μάλλον ενσωμάτωσε τον αρχικό ναΐσκο. Η βασιλική αυτή καταστράφηκε από πυρκαγιά ανάμεσα στα έτη 629 και 634, για να ξαναχτιστεί αμέσως μετά στον τύπο της πεντάκλιτης βασιλικής, με τη βοήθεια του έπαρχου της Θεσσαλονίκης, Λέοντα.Ο ναός αυτός λεηλατήθηκε στην άλωση της πόλης από τους Σαρακηνούς (904) και τους Νορμανδούς (1185), ενώ λίγα χρόνια μετά την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς(1430), το 1493, μετατράπηκε σε τζαμί. Με την απελευθέρωση (1912) λειτούργησε πάλι ως χριστιανικό ναός, για να καταστραφεί ολοσχερώς στην πυρκαγιά του 1917- Η αναστήλωση του, ένα δύσκολο έργο, κράτησε 22 χρόνια, από το 1926 ως το 1948. Στο νέο οικοδόμημα ενσωματώθηκαν όσα μέρη του ναού (τοιχογραφίες, ψηφιδωτά, αρχιτεκτονικά μέλη) είχαν σωθεί από τη φωτιά.
Δείτε το βίντεο για τον Άγιο Δημήτριο
Οι θησαυροί του ναού
O Άγιος Δημήτριος (ψηφιδωτό) |
Ο Άγιος προστάτης των παιδιών(ψηφιδωτό) |
Η κρύπτη |
Κιονόκρανο |
Τοιχογραφία: Ο Ιoyστινιανός Β΄μπαίνει στη Θεσαλονίκη 688 μ.χ. |
Ο Άγιος με κληρικό
Στη συμβολή των οδών Αγίας Σοφίας και Ερμού υψώνεται ο ναός της Αγίας Σοφίας, ο οποίος διετέλεσε και μητροπολιτικοί ναός της πόλης στα βυζαντινά χρόνια. Αφιερώθηκε στο Χριστό, τον αληθή Λόγο και Σοφία του θεού, και γιόρταζε στις 14 Σεπτεμβρίου την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού.
Η αρχαιότερη γραπτή αναφορά στο ναό της Αγίας Σοφίας χρονολογείται το 795, αλλά τα αρχαιολογικό δεδομένα δείχνουν ότι κτίστηκε γύρω στα τέλη του Ρου αιώνα στη θέση παλαιοχριστιανικής πεντάκλιτης βασιλικής του 5ου αιώνα, η οποία φαίνεται ότι καταστράφηκε από σεισμό περίπου το 620. Σε κείμενα του 10ου, 11ου, 12ου και 13ου αιώνα αναφέρεται ως «η Μεγάλη Εκκλησία», «η της μητροπόλεως καθολική», «η μητρόπολις». Στη διάρκεια της λατινοκρατίας στη Θεσσαλονίκη (1204-1224) ο ναός έγινε καθεδρικός των Λατίνων, αλλά μετά την παλινόρθωση της βυζαντινής κυριαρχίας στην πόλη αποτέλεσε και πάλι την ορθόδοξη επισκοπική έδρα της Θεσσαλονίκης έως το 1523/24.
Ο ναός αποτελεί τυπικό δείγμα μεταβατικού σταυροειδούς με τρούλο και περίστωο, εξέλιξη του νέου αρχιτεκτονικού ρυθμού της τρουλαίας βασιλικής που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης. Ο τύπος συνίσταται στη δημιουργία μιας σχεδόν τετράγωνης κάτοψης, στο κέντρο της οποίας τέσσερις ογκώδεις πεσσοί και τέσσερις καμάρες, που ανακρατούν έναν τεράστιο τρούλο με τετράπλευρο τύμπανο, διαγράφουν το σημείο του σταυρού. Εναλλαγή πεσσών και κιόνων χωρίζει τον κεντρικό χώρο από τα δύο πλάγια κλίτη αντίστοιχα, τα οποία μαζί με το νάρθηκα σχηματίζουν περίστωο. Στα ανατολικά το τριμερές ιερό βήμα προσκολλάται ωδ ανεξάρτητο αρχιτεκτονικό σώμα στον τετράπλευρο πυρήνα. Ημικυλινδρικές καμάρες και θολίσκοι συνιστούν την κάλυψη των περιμετρικών χώρων. Υπερώο δημιουργήθηκε αρχικά μόνο επάνω από τα πλάγια κλίτη, αλλά μετά την ανακαίνιση του ναού στον 11ο αιώνα (πιθανώς μετά το σεισμό του 1037) επεκτάθηκε και επάνω από το νάρθηκα, οπότε κτίστηκε ο φωταγωγός της δυτικής όψης του ναού με δέκα τοξωτά παράθυρα και προστέθηκε ο εξωνάρθηκας. Η ενιαία ξυλόστεγη κάλυψη του ναού ανάγεται επίσης στη φάση ανακαίνισης του 11ου αιώνα Η τοιχοποιία ακολουθεί κωνσταντινουπολίτικα πρότυπα καθώς στα παλαιότερα τμήματα εναλλάσσονται ζώνες λαξευτών ασβεστόλιθων με ζώνες πλίνθων μέσα σε ρόδινο κονίαμα.
Ο ψηφιδωτός διάκοσμος του ναού είναι έργο τριών διαφορετικών φάσεων. Ο ανεικονικός διάκοσμος της καμάρας του ιερού βήματος με τους σταυρούς και τα φύλλα σε επάλληλα τετράγωνα χρονολογείται από τα τρία ψηφιδωτά μονογράμματα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Στ', της μητέρας του Ειρήνης της Αθηναίας και του επισκόπου Θεσσαλονίκης Θεοφίλου περί τα 780-788, στη διάρκεια δηλαδή της εικονομαχικής περιόδου. Στην ίδια φάση φαίνεται πως ανήκε και ο μεγάλος σταυρός στην κόγχη της αψίδας, η σκιά του οποίου διακρίνεται κάτω από τη μορφή της Παναγίας.
Στον τρούλο ς μεγαλειώδης σύνθεση της Ανάληψης εντάσσεται στα τέλη του 9ου αιώνα και αποτελεί κορυφαίο δείγμα της λεγόμενης «Αναγέννησης της εποχής των Μακεδόνων αυτοκρατόρων». Η επιγραφή στη βάση του τρούλου, που αναφέρει το όνομα του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Παύλου (880-885), δεν συσχετίζεται με την κατασκευή του ψηφιδωτού.
Στη κόγχη του ιερού βήματος εικονίζεται η ένθρονη Βρεφοκρατούσα, έργο πιθανώς του 11ου ή του 12ου αιώνα, που κάλυψε το μεγάλο εικονομαχικό σταυρό. Οι τοιχογραφίες του ναού ανάγονται στον 11ο αιώνα και συνδέονται με την ανέγερση του νάρθηκα μετά το 1032. Διατηρούνται λίγες μορφές μοναχών αγίων στα τόξα των παραθύρων και ανάμεσά τους η αγία Θεοδώρα της Θεσσαλονίκης γλυπτός διάκοσμος του ναού δεν είναι έργο μίας φάσης. Στους κίονες του ισογείου και στα κιονόκρανά τους χρησιμοποιήθηκε υλικό του 5ου και 6ου αιώνα. Ο άμβωνας, έργο του 5ου αιώνα, μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1905. Οι μαρμάρινοι κοσμήτες φαίνεται πως είναι σύγχρονοι της ανέγερσης του ναού. Ο ναός αποτελούσε το χώρο ταφής σημαντικών εκκλησιαστικών προσώπων, όπως του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γρηγορίου Παλαμά, ο υπέργειος τάφος του οποίου υπήρχε εδώ έως τη μετατροπή του ναού σε τζαμί. Επιπλέον, η μνημειακή ταφική κατασκευή με τοιχογραφίες του τέλους του 12ου αιώνα που εντοπίστηκε στο ναό και εκτίθεται στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, αποδόθηκε σε αρχιεπίσκοπο της Θεσσαλονίκης. Με την επιβολή της οθωμανικής κυριαρχίας ο ναός εξακολούθησε να λειτουργεί ως ορθόδοξη μητρόπολη έως το 1523/24, οπότε μετετράπη σε τζαμί επί Μακτούλ Ιμπραήμ Πασά. Στη βορειοδυτική γωνία του κατασκευάστηκε ο πύργος ανόδου στα υπερώα, πιθανώς ως ο πρώτος μιναρές του τζαμιού. Το 1890 πυρκαγιά προκάλεσε καταστροφές στο κτίσμα, το οποίο αναστηλώθηκε το 1907-1909 από το βυζαντινολόγο Κάρολο Ντηλ. Στις 29 Ιουνίου 1913 ο χώρος καθαγιάστηκε εκ νέου και αποδόθηκε στη χριστιανική λατρεία. Μετά τους σεισμούς του 1978 ακολούθησαν εργασίες στερέωσης και αποκατάστασης στην ανωδομή και τον ψηφιδωτό διάκοσμο και παράλληλα διεξήχθη ανασκαφική έρευνα στο εσωτερικό του ναού και στον περιβάλλοντα χώρο του.
Ο καταπληκτικός ψηφιδωτός τρούλος |
Λεπτομέρεια του τρούλου |
Η Αγία Σοφία την περίοδο της τουρκοκρατίας |
Δείτε το βίντεο για την Αγία Σοφία
Παναγιά Χαλκέων (1028 μ.χ.)
Στη συμβολή της Εγνατίας οδού με την οδό Αριστοτέλους, νοτιοδυτικά το αρχαιολογικού χώρου της Ρωμαϊκής Αγοράς, βρίσκεται ο ναό τη Παναγίας Χαλκέων. Κτίστηκε στο χώρο του Μεγαλοφόρου, της κεντρικής αγοράς της Θεσσαλονίκης, κοντά στη Χαλκευτική στοά όπου βρίσκονταν -όπως και σήμερα- τα εργαστήρια των χαλκωματάδων.
Η κτητορική επιγραφή στο μαρμάρινο υπέρθυρο της δυτικής εισόδου μας πληροφορεί ότι το 1028 ο Χριστόφορος Πρωτοσπαθάριος και Κατεπάνω Λαγουβαρδίας, μαζί με τη σύζυγο του Μαρία και τα παιδιά του Νικηφόρο, Άννα και Κατακαλή, έχτισε το ναό για τη Θεοτόκο. Ο τάφος του κτήτορα βρίσκεται στο μέσο του βόρειου τοίχου.
Η εκκλησία ανήκει στο νέο τύπο που διαμορφώνεται την εποχή της Δυναστείας των Μακεδόνων αυτοκρατόρων, το σταυροειδή εγγεγραμμένο με τρούλο ναό. Στον κεντρικό τετράπλευρο χώρο τέσσερις κίονες ανακρατούν τα τόξα τεσσάρων καμαρών, που στηρίζουν τον κεντρικό τρούλο δίνοντας στην κάτοψη και την ανωδομή το σχήμα του σταυρού. Εκατέρωθεν προσκολλώνται το τριμερές ιερό Βήμα και ο διώροφος νάρθηκας που στεγάζεται με δύο μικρότερους τρούλους.
Η επίδραση της αρχιτεκτονικής της Κωνσταντινούπολης είναι εμφανής τόσο στον τύπο του ναού όσο και στην τοιχοποιία του που ελαφρύνεται από επάλληλα καμπύλα τόξα και αψιδώματα, κόγχες και ημικυκλικούς κίονες. Μαρμάρινος κοσμήτης περιτρέχει το ναό στο μέσο του ύψους του κάτω από τον οποίο υπήρχε διακοσμητική ζώνη από πήλινα έγχρωμα πλακίδια. Η αποκλειστική χρήση πλίνθων ως οικοδομικό υλικό με τη λεγόμενη «τεχνική της κρυμμένης πλίνθου» έδωσε στο κτίσμα τη λαϊκή προσωνυμία «Κόκκινη Εκκλησιά».
Ο ναός κοσμήθηκε με τοιχογραφίες ταυτόχρονα με την ίδρυσή του, όπως μας πληροφορεί κτητορική επιγραφή στην καμάρα του ιερού Βήματος. Σώζονται λίγες χριστολογικές σκηνές στον κυρίως ναό (Γέννηση, Υπαπαντή, Προσκύνηση των Μάγων, Πεντηκοστή) και λειτουργικές στο ιερό βήμα, όπου η Πλατυτέρα δεομένη, ιεράρχες και η Κοινωνία των Αποστόλων. Η τοποθέτηση της Ανάληψης στον κεντρικό τρούλο συνιστά επιλογή που συνδέεται με τον ταφικό χαρακτήρα του ναού. Στο νάρθηκα αναπτύσσεται η Δευτέρα Παρουσία. Οι τοιχογραφίες συγκρίνονται με αντίστοιχα μεγάλα ζωγραφικά σύνολα της εποχής, όπως τον Όσιο Λουκά Φωκίδας, τη Νέα Μονή Χίου, την Αγία Σοφία Αχρίδας, την Αγία Σοφία Κιέβου και μνημεία της Καππαδοκίας.
Στην εποχή των Παλαιολόγων, ανακαινίστηκε ο διάκοσμος, από τον οποίο σώζονται η Κοίμηση της Θεοτόκου, λίγες σκηνές του Ακάθιστου Ύμνου και μεμονωμένες μορφές αγίων.
Το 1430 μετατράπηκε σε τζαμί με την επωνυμία «Καζαντζιλάρ τζαμί» (= τζαμί των χαλκωματάδων).
Μετά τους σεισμούς του 1928 πραγματοποιήθηκαν εργασίες στερέωσης του μνημείου και συντήρησης των τοιχογραφιών του.
Κάντε κλικ εδώ για να δείτε το ναό πανοραμικά
Δείτε το βίντεο για την Παναγία Χαλκέων
Αγία Αικατερίνη (αρχές 14ου αιώνα)
Τα στενά δρομάκια επάνω από την οδό Ολυμπιάδος και κοντά στα βορειοδυτικά τείχη κοσμεί ο κομψός ναός της Αγίας Αικατερίνης. Το αρχικό όνομα και η χρονολογία ίδρυσης του ναού μας είναι άγνωστα. Τα γνωρίσματα της αρχιτεκτονικής και της ζωγραφικής του παραπέμπουν στα τέλη του 13ου με αρχές του 14ου αιώνα, ενώ ειδική επιστημονική έρευνα (δενδροχρονολόγηση) υπέδειξε τα χρόνια πριν από το 1310.
0 ναός είναι σύνθετος τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος πεντάτρουλος, με περίστωο και δύο παρεκκλήσια στο ανατολικό πέρας των πλαγίων στοών, τύπον που γνώρισε ιδιαίτερη διάδοση στην παλαιολόγεια Θεσσαλονίκη. Η μορφολογία του κτίσματος με το επιμελημένο πλινθοπερίκλειστο σύστημα δόμησης, τον κεραμοπλαστικό διάκοσμο, τους πλίνθινους ημικίονες και τις κόγχες στους τρούλους, τα βαθμιδωτά τόξα και τα αψιδώματα στα παράθυρα και τα μεγάλα δίβηλα και τρίβηλα ανοίγματα στις τρεις όψεις συγκαταλέγουν το μνημείο ανάμεσα στα σημαντικότερα παραδείγματα της μακεδονικής αρχιτεκτονικής της παλαιολόγειας αναγέννησης.
Ενσωματωμένα εφυαλωμένα πλακίδια και μαρμάρινα μέλη από αρχαιότερα μνημεία ποικίλλουν τις όψεις.
Κατά τις αναστηλωτικές εργασίες στα 1947-1951 αποκαλύφθηκε ο αποσπασματικά σωζόμενος τοιχογραφικός διάκοσμος του ναού, ο οποίος πραγματοποιήθηκε σε μία φάση (τέλη 13ου- αρχές 14ου αιώνα). Στο ιερό βήμα σώζονται οι συλλειτουργούντες ιεράρχες και η Κοινωνία των Αποστόλων, στον κυρίως ναό αποσπασματικά θέματα από το Βίο του Ιησού, στον τρούλο άγγελοι και προφήτες, ενώ στο νάρθηκα μορφές αγίων ασκητών. Από την επιλογή των θεμάτων διατυπώθηκε η υπόθεση ότι ο ναός ήταν μοναστηριακός και αφιερωμένος στη λατρεία του Χριστού. Η ογκηρή τεχνοτροπία των στιβαρών μορφών, τα εκφραστικά πρόσωπα και η πλούσια χρωματική παλέτα συνιστούν γνωρίσματα των καλλιτεχνικών κύκλων της Θεσσαλονίκη των πρώτων δεκαετιών της παλαιολόγειας αναγέννησης.
Μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί με την επωνυμία «Γιακούμπ πασά τζαμί» και οι τοιχογραφίες καλύφθηκαν με επιχρίσματα.
Μετά τους σεισμούς του 1978 πραγματοποιήθηκαν εργασίες στερέωσης του μνημείου.
Προφήτης Ηλίας (1360-70 μ.χ.)
Στην Άνω Πόλη, στη συμβολή των οδών Ολυμπιάδος και Προφήτη Ηλία δεσπόζει ο ναός του Προφήτη Ηλία. Η σημερινή λατρεία του καθιερώθηκε μετά την απελευθέρωση και δε βασίζεται σε ιστορικά στοιχεία.
Έχει υποστηριχθεί η ταύτισή του είτε με το καθολικό της Νέας Μονής της Θεοτόκου, ίδρυμα του Μακαρίου Χούμνου, είτε με τη Μονή Ακαπνίου, συνδεδεμένη με τη δράση της δυναστείας των Παλαιολόγων. Από το εικονογραφικό πρόγραμμα συνάγεται ότι ο ναός ήταν αφιερωμένος μάλλον στο Χριστό παρά στη Θεοτόκο.
Το κτίσμα συγκεράζει στοιχεία της αρχιτεκτονικής των παλαιολόγειων ναών της πόλης με γνωρίσματα των αγιορείτικων καθολικών. Πρόκειται για έναν τρίκογχο τετρακιόνιο σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό με λιτή και περίστωο που απολήγει σε δύο παρεκκλήσια. Το σύνολο επιστέφουν επτά τρούλοι. Ο τύπος είναι μοναδικός για τη Θεσσαλονίκη. Το τρίκογχο σχήμα με τους δύο πλάγιους «χορούς» των ψαλτών, τα δύο «τυπικαριά» εκατέρωθεν της κόγχης του ιερού βήματος και ο ευρύχωρος νάρθηκας (λιτή) είναι χαρακτηριστικά της μοναστηριακής αρχιτεκτονικής. Με την ποικιλία των όγκων και τις εναλλαγές των επιφανειών στην ανωδομή δημιουργείται μια μοναδική εντύπωση με κυρίαρχο το στοιχείο της ανάτασης. Σκάλα στο πάχος του νότιου τοίχου της λιτής οδηγεί στον επάνω όροφο, όπου διαμορφώνεται υπερώο. Το επιμελημένο πλινθοπερίκλειστο στην τοιχοποιία σε συνδυασμό με τον πλούσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο προσδίδουν ζωγραφική όψη στο ναό.
Ο τοιχογραφικός διάκοσμος κάλυπτε εσωτερικά όλο το ναό. Σήμερα σώζονται αποσπασματικά σκηνές από το Βίο και τα θαύματα του Χριστού στη λιτή και μορφές αγίων στους χορούς, τα «τυπικαριά» και τα παρεκκλήσια της στοάς. Χρονολογείται μεταξύ των ετών 1360-1370 και αποτελεί την τελική φάση της παλαιολόγειας τέχνης. Ο έντονος ρεαλισμός και η εκφραστικότητά τους αισθητοποιούν την αγωνία και το φόβο για το αναπότρεπτο. Ξεχωρίζει η Βρεφοκτονία για το ρεαλισμό της και την ψυχογραφική αλήθεια των τρομαγμένων μορφών Στην εποχή της Τουρκοκρατίας ο ναός μετετράπη σε τζαμί και οι τοιχογραφίες επιχρίστηκαν με κονίαμα-, Η επωνυμία Σεραϊλί τζαμί (= τζαμί του Παλατιού) που έλαβε, συνδέθηκε με τη λαϊκή παράδοση περί υπάρξεως βυζαντινού παλατιού στην περιοχή. Το 1958-60 αφαιρέθηκαν τα αναλημματικά στοιχεία που προστέθηκαν επί Τουρκοκρατίας
Κάντε κλικ εδώ για να δείτε το ναό πανοραμικά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου