Κορυφαία στιγμή της Κρητικής επανάστασης του 1866 ήταν το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου.Στο Αρκάδι,μοναστήρι κοντά στο Ρέθυμνο,είχαν μαζευτεί λίγοι αγωνιστές για να το υπερασπίσουν .Εκεί κατέφυγαν και πολλά γυναικόπαιδα και γέροντες για να βρουν προστασία.Οι Τούρκοι πολιόρκησαν το μοναστήρι.Οι υπερασπιστές του αντιστάθηκαν ηρωικά Ο αγώνας όμως ήταν άνισος.Οι πολιορκημένοι για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων, έβαλαν φωτιά και ανατίναξαν την πυριτιδαποθήκη .Τινάχθηκαν όλοι στον αέρα παίρνοντας στο θάνατο εκατοντάδες Τούρκους.Την ώρα της ανατίναξης μέσα στην αποθήκη βρισκόταν η πεντάχρονη Ελένη Λουκάκη που τελικά ήταν η μοναδική που σώθηκε μέσα από αυτήν την κόλαση φωτιάς.
Η Ελένη Λουκάκη. Αφηγείται στο Μητροπολίτη Τιμόθεο Βενέρη.
«Στην επανάσταση του 1866 ήμουν 5-6 ετών Ο πατέρας μου πήρε τη μητέρα μου και τα παιδιά, πέντε αδερφάκια και μας επήγε εις το Αρκάδι για να προφυλαχθούμε από τους Τούρκους. Πήγαμε στο Δραγατοκάλυβο στο κελί ενός καλογέρου που τον λέγανε Μεθόδιο. Ο πατέρας μου είδε πρώτος τους Τούρκους όταν επλησιάζανε στο Αρκάδι. Ήταν πολύ πρωί, εορτή των Αρχαγγέλων. Είχε πάει στο κυνήγι. Όταν είδε τα τούρκικα μπαϊράκια έτρεξε στο Μοναστήρι και έδωσε είδηση στον Ηγούμενο που εκείνη την ώρα λειτουργούσε ακόμη. Ο πατέρας μου γύρισε στο Δραγατοκάλυβο και ο καλόγερος Μεθόδιος του είπε να πάρει την οικογένειά του να πάει στο Αμάρι, πριν οι Τούρκοι κόψουνε το δρόμο. Εκείνος του είπε ότι έδωσε το λόγο του στον Ηγούμενο ότι θα μείνει στο Μοναστήρι και δε φεύγει.
Μας πήρε όλους και πήγαμε στο Μοναστήρι. Δεν άργησε να αρχίσει ο πόλεμος. Ο πατέρας μου μας τοποθέτησε στο κελί του Διάκου του Πετιμέζη από την Αμνάτο ο οποίος ήταν συγγενής μας. Ήταν κι άλλοι εκεί, όλοι συγγενείς. Το κελί είχε ανώγειο και ήταν δίπλα στην πυριτιδαποθήκη. Ο πατέρας μου πήγε με κείνους που πολεμούσανε.
Θυμούμαι ότι η μητέρα μου έκλαιε και μας φιλούσε. Καθόμουν κάτω στο πάτωμα και ακουμπούσα στο στήθος της θείας μας της Αννεζίνας. Από μια τρύπα που είχεν ο οντάς έβλεπα ένα άνδρα ο οποίος κρατούσε κάτι και επηγαινόρχετο (Θα ήταν ο Γιαμπουδάκης). Έξαφνα είδα μια φλόγα η οποία δεν μας έβλαψε. Τίποτε άλλο δεν θυμούμαι παρά μόνον ότι ήμουν πετρωμένη και ότι κάποιος με έβγαλεν από μέσα από τσι πέτρες. Μου έπλυνε το πρόσωπο και με ρώτησε αν ήθελα νερό, αλλά δεν μου έδωσε. Φαίνεται ότι ήμουν ζεστή από τα φλογισμένα ερείπια και έκρινε καλό να μη μου δώσει, μήπως με βλάψει. Ο άνθρωπος αυτός με τραβούσε από το χέρι και πήγε μπροστά στους στάβλους. Είδα εκεί στρατό και πολύ κόσμο. Οι Τούρκοι με ρώτησαν τίνος είμαι. Εγώ τους είπα: του «Μαρκουλιού», γιατί έτσι ήταν γνωστός ο πατέρας μου. Οι χωριανοί μας Τούρκοι με φέρανε στον πατέρα μου, ο οποίος δυσκολεύτηκε να με αναγνωρίσει γιατί ήμουν μαυρισμένη και πληγωμένη από το μπαρούτι. Εγώ τον εγνώρισα και του φώναξα. Όταν ο στρατός μας πήρε από τους στάβλους, μου έβαλε το φέσι του διότι είχε βρέξει και είχε υγρασία. Με έβαλε πάνω στον ώμο του και για τούτο δεν του έδεσαν οι Τούρκοι τα χέρια. Μας πήγαν στο Ρέθεμνος…».
«Το Αρκάδι δια των αιώνων», Τ. Βενέρη – Μητροπολίτου Κρήτης – Αθήναι 1938.
Δείτε την συγκινητική αφήγηση μέσα από το ντοκυμαντερ αφιερωμένο στη μέρα αυτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου