ΤΑ ΤΕΙΧΗ
Η Θεσσαλονίκη, όπως προκύπτει από ιστορικές μαρτυρίες, περιτειχίστηκε αμέσως μετά την ίδρυσή της από το βασιλιά της Μακεδονίας Κάσσανδρο, το 315 π.Χ. Ο βασιλιάς Αντίγονος διάλεξε τη Θεσσαλονίκη ως τον πιο ασφαλή τόπο για να αντιμετωπίσει τον επιδρομέα βασιλιά της Ηπείρου Πύρρο (285 π.Χ.). Αργότερα, το 279 π.Χ., έξω από τα τείχη της πόλης συντρίφτηκε φοβερή επίθεση Κελτών επιδρομέων. Μάλιστα, στη μάχη αυτή, σκοτώθηκε και ο βασιλιάς της Μακεδονίας Πτολεμαίος ο Κεραυνός, υπερασπιζόμενος τη Θεσσαλονίκη.
Δείτε το βίντεο
Το περίγραμμα των βυζαντινών τειχών της πόλης.
|
Τα τείχη έσωσαν τη Θεσσαλονίκη τον 1ο π.Χ. αιώνα, όταν βάρβαρα Θρακικά φύλα πολιόρκησαν την πόλη, σύμφωνα με μαρτυρίες του Ρωμαίου ρήτορα Κικέρωνα, που το 58 π.Χ. βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη εξόριστος από τη Ρώμη. Πα να αντιμετωπισθεί ο κίνδυνος εκείνος, αναγκάσθηκαν οι Θεσσαλονικείς να κατασκευάσουν γρήγορα διάφορα οχυρωματικά έργα στην Ακρόπολη της σημερινής Άνω Πόλης και να επισκευάσουν σε πολλά τμήματα τα τείχη. Τα ασφαλή τείχη της πόλης έκαναν επίσης τους οπαδούς του Πομπήιου και άλλους συγκλητικούς, στην εποχή του εμφύλιου πολέμου των Ρωμαίων (49-48 π.Χ.), να καταφύγουν για προστασία στην πόλη που ήταν φύσει και τέχνη οχυρή.
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο δεν έγιναν σοβαρά έργα στα τείχη της πόλης παρά μόνο συμπληρώσεις και συντηρήσεις των τειχών της Ελληνιστικής περιόδου. Ίσως μόνο γύρω στη Χρυσή Πύλη (σημερινή πλατεία Δημοκρατίας) να ανασκευάσθηκε το τείχος, καθώς το 42 π.Χ. τοποθετήθηκε εκεί τιμητική αψίδα για την υποδοχή των νικητών της μάχης των Φιλίππων Αντωνίου και Οκτάβιου. Παρόμοιες επεμβάσεις έγιναν, στον ίδιο χώρο, τον 1ο μ.Χ. αιώνα, ενώ στα ανατολικά τείχη, στην περιοχή Κάμπος (Οθίτιροδ), πιστεύεται πως ο καίσαρας Γαλέριος διεύρυνε τον περιτειχισμένο χώρο της πόλης, για να δημιουργήσει το μεγάλο κτιριακό συγκρότημα των ανακτόρων του (αρχές 4ου μ.Χ. αιώνα).
Οι οχυρώσεις της Θεσσαλονίκης συμπληρώθηκαν αργότερα με σοβαρά έργα, κυρίως στο παραθαλάσσιο τμήμα, την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, όταν αυτός έκανε την πόλη βάση πολεμική κατά του γαμπρού του Λικιννίου (324 μ.Χ.). Τον ίδιο αιώνα επισκευάστηκαν τα τείχη της Θεσσαλονίκης με εντολή του αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη, για να αντιμετωπισθούν οι κίνδυνοι από τις συχνές επιδρομές των βαρβάρων.
Τα κυριότερα όμως οχυρωματικά έργα στη Θεσσαλονίκη έγιναν επί αυτοκράτορα Μ. Θεοδοσίου (379-395 μ.Χ.). Πα μία ακόμη φορά τότε, η Θεσσαλονίκη έγινε προσωρινή έδρα του αυτοκράτορα, γιατί προσφερόταν γεωγραφικά και επιχειρησιακά στον πόλεμο κατά των επιδρομέων Γότθων. Επιγραφή που σώζεται στα ανατολικά τείχη αναφέρεται στη δραστηριότητα αυτή του Θεοδοσίου, ο οποίος ανάθεσε όλο το έργο στον ειδικό για οχυρώσεις πόλεων Πέρση Ορμίσδα: "...τείχεσιν αρρήκτοις Ορμίσδας εξετέλεσε την δε πόλι(ν)...."
Αξιόλογες εργασίες στα τείχη της Θεσσαλονίκης έγιναν και επί βυζαντινών αυτοκρατόρων Ζήνωνα (474-491), Αναστασίου Α' (491 -518) και Λέοντα του Σοφού (886-912).
Μετά την άλωση της πόλης από τους Σαρακηνούς Άραβες, το 904, που μπήκαν στη Θεσσαλονίκη από τα χαμηλά παραθαλάσσια τέιχη της, επί Ρωμανού Λεκαπηνού (919-945), υψώθηκαν τα τείχη της θάλασσας και η πόλη έγινε πιο ασφαλής.
Η Άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακινούς |
Μετά την άλωση της πόλης από τους Σαρακηνούς Άραβες, το 904, που μπήκαν στη Θεσσαλονίκη από τα χαμηλά παραθαλάσσια τέιχη της, επί Ρωμανού Λεκαπηνού (919-945), υψώθηκαν τα τείχη της θάλασσας και η πόλη έγινε πιο ασφαλής.
Όταν ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος (976-1025) έκανε τη Θεσσαλονίκη βάση στους πολέμους του κατά των Βουλγάρων, πραγματοποίησε πολλές συμπληρώσεις και επισκευές στα τείχη της πόλης. Ένα όμως τμήμα των ανατολικών τειχών, συνέχιζε να μένει σχετικά αδύναμο, παρόλο ότι στο σημείο αυτό χτυπούσαν οι επιδρομείς που έφταναν από τη θάλασσα. Αυτή την αδυναμία εκμεταλλεύτηκαν οι Νορμανδοί, για να μπουν στη Θεσσαλονίκη το 1185.
Γύρω στα 1230-1232 έγιναν νέες εργασίες στα βόρεια τείχη, στην Ακρόπολη. Τότε κτίζεται ο γνωστός πύργος του όπου υπάρχει η επιγραφή: "Σθέν(ε)ι Μανουήλ του κρατίστου δεσπότου Ήγειρε τόνδε πύργον (ου), (σύν) τω τειχίω Γεώργιος δουξ απόκαυκος εκ βάθρων Σθέν(ει) Μανουήλ του κρατίστου (δεσπότου)".
Αργότερα, το 14ο αιώνα, καθώς η πόλη απειλείται από τους Καταλανούς, τους Σέρβους και τους Τούρκους, συμπληρώνονται τα παραθαλάσσια τείχη από το στρατιωτικό "λογοθέτη" της πόλης Υαλέο (1316), ενώ η λαϊκή κυβέρνηση των Ζηλωτών (1342-1349) φρόντισε και αυτή για την οχύρωση της πόλης.Με την πτώση των Ζηλωτών, έρχεται στη Θεσσαλονίκη η αυτοκράτειρα Άννα Παλαιολογίνα, που επιμελείται την κατασκευή νέων οχυρωματικών έργων στα ανατολικά τείχη ανοίγοντας και δύο νέες πύλες προς την Ακρόπολη. Στην πύλη που βρίσκεται κοντά στον πύργο του Τριγωνίου (ή της Αλύσεως) υπάρχει η επιγραφή:
Η επιγραφή της Άννας Παλαιολογίνας στην ομώνυμη πύλη (1355).
"Ανηγέρθη η παρούσα πύλη ορισμώ της κραταιός και αγίας ημών κυρίας και δεσποίνης κυράς Άννης της Παλαιολογίνης υπηρετήσαντος καστροφύλακος Ιωάννου Χαμαετού... τω ςωξγ ινδικτιώνος Θ." (=1355).
Κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας στην πόλη (1423-1430), έγιναν προσπάθειες για να ενισχυθεί η άμυνα της Θεσσαλονίκης με την εκτέλεση νέων έργων στα τείχη, καθώς οι Τούρκοι στένευαν τον αποκλεισμό της πόλης. Στην εποχή αυτή, κατά μία άποψη, ανάγονται οι δύο πύργοι που σώζονται στην πόλη σήμερα, ο Λευκός Πύργος κοντά στη θάλασσα και ο πύργος του Τριγωνίου στην Άνω Πόλη. Παρόμοιοι πύργοι, πιο μικροί σε μέγεθος, υπήρχαν κατά τη βυζαντινή περίοδο σε όλη την περίμετρο των τειχών. Οι πύργοι αυτοί, που ονομάζονταν πρόβολοι, με σχήμα κάτοψης τετράγωνο, πολύγωνο, κυκλικό ή ημικυκλικό, έφταναν τους 70 όταν υπήρχαν όλα τα τείχη της πόλης. ]
Πύργος Τριγωνίου |
Τα τείχη, με φάρδος 10 περίπου πήχεις (4,60 μ.), είναι κατασκευασμένα με πέτρες και τούβλα -"ζωνάρια"- κάθε 2-3 μ., που πολλές φορές γίνονται και τόξα. Κοντά στις πύλες η κατασκευή των τειχών ήταν πιο επιμελημένη και χρησιμοποιούνταν πέτρινα και μαρμάρινα αγκωνάρια ή οπτοπλινθοδομές. Ακόμα, σε πολλά σημεία εντοιχίζονταν σπασμένα αγάλματα και αρχιτεκτονικά μέλη από ελληνικά κτίσματα, βωμούς και επιτύμβιες στήλες.
Εντοιχισμένα μαρμάρια ιονικά κιονόκρανα στα βόρεια τείχη του Επταπυργίου. Η τοποθέτηση τους δεν έγινε για λόγους οικονομίας υλικών αλλά από διάθεση αισθητικής οργάνωσης των οικοδομικών όγκων και επιφανειών.
|
Γνωστές πύλες των τειχών της Θεσσαλονίκης ήταν: η πύλη της Ρώμης (κοντά στο Λευκό Πύργο), η Κασσανδρεωτική πύλη (στη σημερινή πλατεία Συντριβανίου), η Ληταία πύλη (στο δυτικό άκρο της οδού Αγίου Δημητρίου), η Ψευδόχρυση ή Νέα Χρυσή πύλη (στο ανατολικό άκρο της οδού Αγίου Δημητρίου), η Χρυσή πύλη (στη σημερινή πλατεία Δημοκρατίας ή Βαρδαρίου), η πύλη του Γιαλού (κοντά στη θάλασσα). Ακόμα γνωστή πύλη ήταν και αυτή της Άννας Παλαιολογίνας, που σώζεται και σήμερα στην Άνω Πόλη, κοντά στον πύργο του Τριγωνίου.
Πάνω στην Ακρόπολη, όπου στρατοπέδευε η φρουρά της πόλης, υπήρχαν 14 μικρές πύλες που λέγονταν παραπύλια ή παραπόρτια και χρησίμευαν για στρατιωτικούς -κύρια- λόγους. Παρόμοιες μικρές πύλες υπήρχαν και στο παραθαλάσσιο τείχος.
Πύλη Επταπυργίου |
Χάρτης Επταπυργίου |
Επταπύργιο |
Μέχρι το 1869 η Θεσσαλονίκη περιβαλλόταν από τα βυζαντινά της τείχη.
Αμέσως μετά ένα μεγάλο τμήμα των τειχών κατεδαφίστηκε από τους Τούρκους στην προσπάθειά τους να εξωραΐσουν την πόλη.
Μονή Βλατάδων
Κοντά στα τείχη της Ακρόπολης βρίσκεται η Πατριαρχική και σταυροπηγιακή Μονή Βλατάδων, βυζαντινό μοναστήρι της πόλης που λειτουργεί έως σήμερα και ένα από τα τελευταία λαμπρά έργα της βυζαντινής τέχνης στη Θεσσαλονίκη. Ιδρύθηκε μεταξύ του 1351-1371 από το μοναχό Δωρόθεο Βλατή, ο οποίος το 1371 εξελέγη μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Ο Δωρόθεος και ο αδερφός του Μάρκος Βλατής υπήρξαν μαθητές του Γρηγορίου Παλαμά, μητροπολίτη Θεσσαλονίκης από το 1347 έως το 1359, οπαδοί του ησυχασμού και συντελεστές στην ανασυγκρότηση της πόλης μετά το κίνημα των Ζηλωτών (1342 -1349).
Αρχικά η μονή ήταν αφιερωμένη στο Χριστό Παντοκράτορα, ενώ σήμερα τιμάται στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Από το βυζαντινό συγκρότημα σώζεται μόνο το καθολικό. Τα υπόλοιπα κτίσματα στην αυλή του αποτελούν προσθήκες του 20ου αιώνα (ηγουμενείο, σκευοφυλάκιο, ναΐσκος Κοιμήσεως Θεοτόκου, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών). Το καθολικό χτίστηκε στη θέση προγενέστερου, πιθανώς μεσοβυζαντινού, ναού σε παραλλαγή του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο ναού περιβαλλόμενου από περίστωο που απολήγει ανατολικά σε δύο παρεκκλήσια. Στην αρχική μορφή του ανήκουν ο κυρίως ναός με το ιερό βήμα, το νότιο παρεκκλήσι, αφιερωμένο στους κορυφαίους αποστόλους Πέτρο και Παύλο, και το μεγαλύτερο μέρος της νότιας στοάς. Το υπόλοιπο περίστωο αποτελεί προσθήκη του 1801, ενώ το νεοκλασικό πρόπυλο και η ανοιχτή νότια στοά προστέθηκαν το 1907.
Εσωτερικά ο ναός κοσμήθηκε με τοιχογραφίες που χρονολογούνται στο διάστημα 1360-1380, μετά την κοίμηση και αγιοποίηση του Γρηγορίου Παλαμά (1359). Στον τρούλο ο Παντοκράτορας, άγγελοι και προφήτες, στα τόξα του κυρίως ναού διατηρούνται αποσπασματικά σκηνές του Δωδεκαόρτου και στους τοίχους μορφές ασκητών και μοναχών αγίων.
Σε καλή κατάσταση διατηρούνται η Βάπτιση και οι Τρεις Παίδες εν τη καμίνω στις δύο κόγχες του νάρθηκα. Στο νάρθηκα επίσης παριστάνονται στρατιωτικοί άγιοι και διακρίνονται υπολείμματα από τα θαύματα του Ιησού. Δύο παραστάσεις του Γρηγορίου Παλαμά, η μία στο δεξιό τοίχο της εισόδου από το νάρθηκα στον κυρίως ναό και η δεύτερη στο νότιο παρεκκλήσι μεταξύ των μεγάλων θεολόγων της Εκκλησίας, επιβεβαιώνουν τη στενή σχέση της μονής με το κίνημα του Ησυχασμού.
Σε καλή κατάσταση διατηρούνται η Βάπτιση και οι Τρεις Παίδες εν τη καμίνω στις δύο κόγχες του νάρθηκα. Στο νάρθηκα επίσης παριστάνονται στρατιωτικοί άγιοι και διακρίνονται υπολείμματα από τα θαύματα του Ιησού. Δύο παραστάσεις του Γρηγορίου Παλαμά, η μία στο δεξιό τοίχο της εισόδου από το νάρθηκα στον κυρίως ναό και η δεύτερη στο νότιο παρεκκλήσι μεταξύ των μεγάλων θεολόγων της Εκκλησίας, επιβεβαιώνουν τη στενή σχέση της μονής με το κίνημα του Ησυχασμού.
Μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης; (1430) το μοναστήρι επιβίωσε μέσα από ένα καθεστώs προνομίων, τόσο ως πατριαρχικό ίδρυμα όσο και λόγω του ελέγχου που είχε στην υδροδότηση της πόλη. Η τουρκική ονομασία του «Τσαούς Μοναστήρι» το συνδέει με τον Τσαούς Μπέη που έχτισε το 1431 τον ομώνυμο πύργο στο Επταπύργιο. Το σφυροκόπημα των τοιχογραφιών δείχνει ότι για κάποιο άγνωστο διάστημα περιήλθε στα χέρια των Οθωμανών. Πιθανώς αυτό να ήταν ένα σύντομο επεισόδιο, δεδομένου ότι οι μετασκευές και προσθήκες, το ξυλόγλυπτο τέμπλο του 17ου αιώνα και η συλλογή των εικόνων στο σκευοφυλάκιο της μονής μαρτυρούν την συνεχή λειτουργία της.
Μετά τους σεισμούς του 1978 ακολούθησαν εργασίες αναστήλωσης, συντήρησης και αποκατάστασης του μνημείου, ενώ παράλληλα αποκαλύφθηκαν άγνωστες τοιχογραφίες που συμπληρώνουν τη γνώση μας για τη μνημειακή ζωγραφική της τελευταίας φάσης της παλαιολόγειας περιόδου.
Δείτε το βίντεο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου