Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε το 1798 στη Ζάκυνθο. Το 1807 πήγε μαζί με το δάσκαλό του Σάντο Ρόσι στη Βενετία για σπουδές. Γρήγορα όμως εκδήλωσε και την ποιητική του κλίση γράφοντας στίχους στα ιταλικά. Το 1818 γύρισε στη Ζάκυνθο και καθώς ήταν επηρεασμένος από τα ιταλικά, συνέχισε να γράφει ποιήματα στην ιταλική γλώσσα. Το 1822 όμως γνώρισε το Σπυρίδωνα Τρικούπη οοποίος τον παρότρυνε να γράψει και στην ελληνική και μάλιστα στη δημοτική. Το πρώτο ποίημα του Σολωμού στα ελληνικά ήταν η "Ξανθούλα". Από τότε αφιερώθηκεαποκλειστικά στη λογοτεχνία. Ούτε παντρεύτηκε, ούτε δούλεψε ποτέ γιατί δεν είχε βιοποριστικό πρόβλημα.. Από το πρωί μέχρι το βράδυ η μοναδική του ενασχόληση ήταν το διάβασμα και το γράψιμο. Το 1828 ο Σολωμός εγκατέλειψε την Ζάκυνθο και πήγε στην Κέρκυρα. Ωστόσο η Κέρκυρα θα σταθεί αφορμή να αλλάξει τρόπο ζωής. Εκεί κλονίστηκε η υγεία του και τελικά στις 21 Φεβρουαρίου 1857 νικήθηκε απ' το χάρο. Η φήμη του ήταν τόσο μεγάλη που τη μέρα του θανάτου του κηρύχτηκε δημόσιο πένθος.
Το έργο του Σολωμού
Ο Σολωμός υπήρξε πολυγραφότατος, ωστόσο δεν άφησε πολλά έργα του γιατί φιλοδοξούσε να πετύχει το τέλειο και από άποψη μορφής μα και περιεχομένου. Έγραφε και έσκιζε συνεχώς. Σ' αυτό μάλιστα οφείλεται και το γεγονός ότι άφησε και έργα ημιτελή . Ήθελε πρώτα να είναι αυτός ευχαριστημένος και ύστερα οι άλλοι. Αυτό ζημίωσε τη λογοτεχνία μας που στερήθηκε τα κατεστραμμένα έργα του, γιατί ο Σολωμός έκρινε τα
έργα του με μεγάλη αυστηρότητα. Η συνολική λογοτεχνική παραγωγή του Σολωμού κρίθηκε απ' όλους ως πολύ αξιόλογη. Και πράγματι τέτοια είναι. Μερικά απ' τα σπουδαιότερα έργα του είναι: «Ύμνος εις την ελευθερίαν», «Ωδή στον Λόρδο Μπάιρον», «Λάμπρος», «Ελεύθεροι πολιορκημένοι» ," Κρητικός", "Η Γυναίκας της Ζάκυνθος"κ.α.
Απόσπασμα από τη "Γυναίκα της Ζάκυνθος"
Και εσυνέβηκε αυτές τες ημέρες, οπού οι Τούρκοι επολιορκούσαν το Μισολόγγι, και σκεδόν ολημέρα και συχνά και τη νύχτα έτρεμε η Ζάκυθο από το κανόνισμα το πολύ·
και πολλές γυναίκες Μισολογγίτισες επερπατούσαν τριγύρω γυρεύοντας για τους άνδρες τους, για τα παιδιά τους, για τ' αδέλφια τους, που επολεμούσανε.
Απόσπασμα από τη "Γυναίκα της Ζάκυνθος"
Και εσυνέβηκε αυτές τες ημέρες, οπού οι Τούρκοι επολιορκούσαν το Μισολόγγι, και σκεδόν ολημέρα και συχνά και τη νύχτα έτρεμε η Ζάκυθο από το κανόνισμα το πολύ·
και πολλές γυναίκες Μισολογγίτισες επερπατούσαν τριγύρω γυρεύοντας για τους άνδρες τους, για τα παιδιά τους, για τ' αδέλφια τους, που επολεμούσανε.
Ο Κρητικός
T’ αδέλφια μου τα δυνατά οι Tούρκοι μού τ’ αδράξαν,
την αδελφή μού ατίμησαν κι αμέσως την εσφάξαν,
την αδελφή μού ατίμησαν κι αμέσως την εσφάξαν,
το γέροντα τον κύρη μου εκάψανε το βράδυ
και την αυγή μού ρίξανε τη μάνα στο πηγάδι.
Στην Kρήτη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
και την αυγή μού ρίξανε τη μάνα στο πηγάδι.
Στην Kρήτη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
Σχεδίασμα Α΄
«Tο χάραμα επήρα
Tου Ήλιου το δρόμο,
Kρεμώντας τη λύρα
Tη δίκαιη στον ώμο,―
Kι’ απ’ όπου χαράζει
Ώς όπου βυθά,
Tα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.»
«Tο χάραμα επήρα
Tου Ήλιου το δρόμο,
Kρεμώντας τη λύρα
Tη δίκαιη στον ώμο,―
Kι’ απ’ όπου χαράζει
Ώς όπου βυθά,
Tα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.»
Το χάραμα επήρα
Τραγουδά
η Νένα Βενετσάνου
Οι Μισολογγίτισσες
(κι εσυνέβηκε)
Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
Σχεδίασμα Β΄
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ η μάνα το ζηλεύει.
Tα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ έχω γω στο χέρι;
Oπού συ μούγινες βαρύ κι’ ο Aγαρηνός το ξέρει.»
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ η μάνα το ζηλεύει.
Tα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ έχω γω στο χέρι;
Oπού συ μούγινες βαρύ κι’ ο Aγαρηνός το ξέρει.»
H ζωή που ανασταίνεται με όλες της τες χαρές, αναβρύζοντας ολούθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα· η ζωή ακέραιη, απ’ όλα της φύσης τα μέρη, θέλει να καταβάλη την ανθρώπινη ψυχή·
Mάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Mε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Tρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Mε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Tρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
. . . . . . . . . . . Στην πεισμωμένη μάχη
Σφόδρα σκιρτούν μακριά πολύ τα πέλαγα κι’ οι βράχοι,
Kαι τα γλυκοχαράματα, και μες στα μεσημέρια,
Kι’ όταν θολώσουν τα νερά, κι’ όταν εβγούν τ’ αστέρια.
Φοβούνται γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε,
Kι’ οι ξένοι ναύκληροι μακριά πικραίνονται και λένε:
«Aραπιάς άτι, Γάλλου νους, σπαθί Tουρκιάς μολύβι,
Πέλαγο μέγα βράζ’ ο εχθρός προς το φτωχό καλύβι.»
Άκρα του τάφου σιωπή
(Ν.Ξυλούρης)
Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
Σχεδίασμα Γ΄
Δεν τους βαραίν’ ο πόλεμος, αλλ’ έγινε πνοή τους,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . κι’ εμπόδισμα δεν είναι
Στες κορασιές να τραγουδούν και στα παιδιά να παίζουν.
Aπό το μαύρο σύγνεφο κι’ από τη μαύρη πίσσα,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Aλλ’ ήλιος, αλλ’ αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος
O στύλος φανερώνεται, με κάτου μαζωμένα
Tα παλληκάρια τα καλά, μ’ απάνου τη σημαία,
Που μουρμουρίζει και μιλεί και το Σταυρόν απλώνει
Παντόγυρα στον όμορφον αέρα της αντρείας,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . κι’ εμπόδισμα δεν είναι
Στες κορασιές να τραγουδούν και στα παιδιά να παίζουν.
Aπό το μαύρο σύγνεφο κι’ από τη μαύρη πίσσα,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Aλλ’ ήλιος, αλλ’ αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος
O στύλος φανερώνεται, με κάτου μαζωμένα
Tα παλληκάρια τα καλά, μ’ απάνου τη σημαία,
Που μουρμουρίζει και μιλεί και το Σταυρόν απλώνει
Παντόγυρα στον όμορφον αέρα της αντρείας,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου