Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

Ιστορία Ε΄:Ακρίτες και ακριτικά τραγούδια


Ακρίτες αποκαλούνταν από τους Βυζαντινούς οι φύλακες των συνόρων, που την εποχή εκείνη τα ονόμαζαν «άκρες». Οι ακρίτες αντικατέστησαν τους milites limitaneos των αυτοκρατορικών χρόνων της Ρώμης, τους οποίους οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες είχαν εγκαταστήσει μονίμως για να προφυλάξουν τη χώρα από αιφνιδιασμούς και επιδρομές των βαρβάρων.
Στους ακρίτες δωρίζονταν κτήματα για να τα καλλιεργούν και απαλλάσσονταν από τους φόρους, με μόνη υποχρέωση να φυλάσσουν τα σύνορα από τις επιδρομές των Αράβων και των απελατών (μεσαιωνικοί κλέφτες). Ήταν δηλαδή ένα είδος μόνιμων μισθοφόρων φρουρών και στρατιωτών.




Το «Έπος του Διγενή Ακρίτη»





Το έμμετρο αφήγημα του Διγενή Ακρίτη είναι το παλαιότερο λογοτεχνικό γραπτό μνημείο της δημώδους ελληνικής μεσαιωνικής γλώσσας, το οποίο έχει θεωρηθεί ως το έργο που σηματοδοτεί την αρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Εξιστορεί την καταγωγή του Διγενή, τα παιδικά του χρόνια, τα ηρωικά κατορθώματά του και τον θάνατό του.

Υπόθεση του έργου
Το έργο ξεκινά με την αφήγηση της ιστορίας των γονέων του Διγενή: πατέρας του ήταν ο εμίρης της Συρίας Μουσούρ, ο οποίος σε μια επιδρομή σε βυζαντινά εδάφη άρπαξε την μοναχοκόρη ενός βυζαντινού στρατηγού. Τα πέντε αδέρφια της κοπέλας συνάντησαν τον εμίρη για να ζητήσουν πίσω την αδερφή τους και, επειδή εκείνος αρνήθηκε να την δώσει, ο μικρότερος από αυτούς μονομάχησε μαζί του και τον νίκησε. Ο εμίρης όμως αρνήθηκε να επιστρέψει την κοπέλα. Την παντρεύτηκε, βαφτίστηκε χριστιανός και εγκαταστάθηκε στο βυζαντινό έδαφος· όταν η μητέρα του τον κάλεσε οργισμένη να επιστρέψει στην πατρίδα του εκείνος την επισκέφτηκε και έπεισε εκείνη και την οικογένειά του να ασπαστούν τον χριστιανισμό. Ένα χρόνο μετά τον γάμο γεννήθηκε ο γιος του ζευγαριού, Βασίλειος.
Ο Βασίλειος είχε δείξει από τα παιδικά του χρόνια τις εξαιρετικές ικανότητες και επιδόσεις του σε ασχολίες όπως το κυνήγι: σε ηλικία 12 ετών έπνιξε δύο αρκούδες και σκότωσε ένα λιοντάρι. Όταν ερωτεύτηκε την κόρη ενός στρατηγού, την έκλεψε με την θέλησή της, επειδή οι γονείς της δεν έδιναν την συγκατάθεσή τους, και ο πατέρας της κοπέλας επέτρεψε τον γάμο μόνο αφού ο Διγενής σκότωσε τους πολεμιστές που έστειλε ο στρατηγός για να τον κυνηγήσουν. Η συνέχεια του κειμένου αφηγείται τα κατορθώματα του Διγενή που τον έκαναν διάσημο και για τα οποία του απένειμε τιμές ο βυζαντινός αυτοκράτορας. Το μεγαλύτερο τμήμα καταλαμβάνεται από την αφήγηση -σε πρώτο πρόσωπο- των μαχών του Διγενή απέναντι σε έναν δράκο και ένα λιοντάρι που απειλούσε την γυναίκα του και εναντίων των απελατών και της αμαζόνας Μαξιμώς που ήθελαν να την κλέψουν.  Μετά την δόξα που απέκτησε ο Διγενής αποσύρθηκε σε έναν μεγάλο πύργο που έχτισε στις όχθες του Ευφράτη, όπου και πέθανε σε νεαρή ηλικία, από ασθένεια. Αμέσως μετά τον θάνατό του πέθανε και η γυναίκα του από την θλίψη.

Χειρόγραφα
Το έργο σώζεται σε έξι χειρόγραφες παραλλαγές:
1.το χειρόγραφο του Εσκοριάλ (βρέθηκε στην βιβλιοθήκη Εσκοριάλ της Μαδρίτης και αποτελείται από 1867 στίχους)
2.της Τραπεζούντας (βρέθηκε στην μονή Σουμελά του Πόντου και αποτελείται από 3182 στίχους)
3.το χειρόγραφο Άνδρου-Αθηνών (χειρόγραφο Εθνικής Βιβλιοθήκης 1074), με 4778 στίχους
4.της Κρυπτοφέρρης (από την μονή της Grottaferrata στην Ιταλία, με 3709 στίχους
5.της Οξφόρδης, που είναι ομοιοκατάληκτη διασκευή του 1670 από τον ιερομόναχο Ιγνάτιο Πετρίτση
6.της Άνδρου (τώρα Θεσσαλονίκης αρ. 2) που είναι πεζή διασκευή από την χρονιά 1632.



Ο Διγενής


Ο Διγενής ψυχομαχεί
κι η γης τόνε τρομάζει

κι η πλάκα τον ανατριχιά

πως θα τόνε σκεπάσει

γιατί από 'κειά που κοίτεται

λόγια 'ντρειωμένου λέει:



Νάχεν η γης πατήματα

κι ο ουρανός κερκέλια 

να πάτουν τα πατήματα

να 'πιανα τα κερκέλια
ν' ανέβαινα στον ουρανό,
να διπλωθώ να κάτσω
να δώσω σείσμα τ' ουρανού.

Ο Διγενής (Ν.Ξυλούρης)




Ο Διγενής κι ο Χάροντας

Ο Διγενής κι ο Χάροντας (Παλαμάς Κωστής)

Καβάλα πάει ο Χάροντας τον Διγενή στον Άδη,

 κι άλλους μαζί... Κλαίει δέρνεται τ' ανθρώπινο κοπάδι.

 Και τους κρατεί στου αλόγου του δεμένους τα καπούλια,
                            της λεβεντιάς τον άνεμο, της ομορφιάς την πούλια.
                   Και σα να μην τον πάτησε του Χάρου το ποδάρι
                    ο Ακρίτας μόνο ατάραχα κοιτάει τον καβαλάρη
                          «Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα δεν περνώ με τα χρόνια.
                                Μ' άγγιξες και δε μ' ένοιωσες στα μαρμαρένια αλώνια;
                 Εγώ είμαι η ακατάλυτη ψυχή των Σαλαμίνων,
                   στην Εφτάλοφην έφερα το σπαθί των Ελλήνων.
                 Δε χάνομαι στα Τάρταρα, μονάχα ξαποσταίνω,
                στη ζωή ξαναφαίνομαι και λαούς ανασταίνω!».


Ο Διγενής (Ελευθερία Αρβανιτάκη)




Το Μικρό Βλαχόπουλο
(οι εικόνες είναι του Δ.Σκουρτέλη)
http://dimitris-a-skourtelis.blogspot.gr/

Ο Κωνσταντίνος ό μικρός κι ο Αλέξης ό αντρειωμένος,
και το μικρό Βλαχόπουλο, ο καστροπολεμίτης,
αντάμα τρών' και πίνουνε και γλυκοκοβεντιάζουν,
κι αντάμα έχουν τούς μαύρους των στον πλάτανο δεμένους.

Του Κώστα τρώει τα σίδερα, τ' Αλέξη τα λιθάρια,
και του μικρού Βλαχόπουλου τα δέντρα ξεριζώνει.
Κι εκεί που τρώγαν κι έπιναν και πού χαροκοπούσαν,
πουλάκι πήγε κι έκατσε δεξιά μεριά στην τάβλα.
Δεν κελαηδούσε σαν πουλί, δεν έλεε σαν αηδόνι,
μόν' ελαλούσε κι έλεγεν ανθρωπινή κουβέντα:
«Εσείς τρώτε και πίνετε και λιανοτραγουδάτε,
και πίσω σας κουρσεύουνε Σαρακηνοί κουρσάροι.
Πήραν τ' Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και του μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένη».

Ώστε να στρώσει ο Κωνσταντής και να σελώσει ο Αλέξης,
εβρέθει το Βλαχόπουλο στο μαύρο καβαλάρης.
«Για σύρε συ, Βλαχόπουλο, στη βίγλα να βιγλίσεις!
Αν είν' πενήντα κι εκατό, χύσου μακέλεψέ τους,
κι αν είναι περισσότεροι, γύρισε μίλησέ μας».
Επήγε το Βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλίσει.
Βλέπει Τουρκιά Σαρακηνούς κι Αράπηδες κουρσάρους:
οι κάμποι επρασινίζαμε, τα πλάγια κοκκίνιζαν.
Άρχισε  να τους διαμετράει, διαμετρημούς δεν είχαν.
Να πάει πίσω ντρέπεται, να πάει εμπρός φοβάται
Σκύβει, φιλεί το μαύρο του, στέκει και τον ρωτάει:

«Δύνεσαι, μαύρε μ', δύνεσαι στο γαίμα για να πλέξεις;
«Δύνομαι, αφέντη, δύνομαι στο γαίμα για να πλέξω,
κι όσους θα κόψει το σπαθί, τόσους θε  να πατήσω.
Μόν' δέσε το κεφάλι σου μ' ένα χρυσό μαντίλι,
μην τύχει λάκκος και ριχτώ και πέσεις απ' τη ζάλη».
«Σαΐτες μου άλεξαντρινές, καμιά να μη λυγίσει,
και συ, σπαθί μου διμισκί, να μην αποστομώσεις.
Βόηθα μ', ευχή της μάνας μου και του γονιού μου βλόγια,
ευχή του πρώτου μ' αδερφού, ευχή και του στέρνου μου.
Μαύρε μου, άιντε να ' μπούμε, κι όπου ό Θεός τα βγάλει!»

Στα έμπα του μπήκε σαν αετός, στα ξέβγα σαν πετρίτης·
στα έμπα του χίλιους έκοψε, στα ξέβγα δυο χιλιάδες,
και στο καλό το γύρισμα κανένα δεν αφήνει.
Πήρε τ' Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και το μικρό Βλαχόπουλο την αρραβωνιασμένη.
Προσγονατίζει ο μαύρος του και πίσω τους τούς παίρνει.

Στο δρόμο οπού πήγαινε, σέρνει φωνή περίσσα:
«Που είσαι, αδελφέ μου Κωσταντά κι Αλέξη αντρειωμένε;
Αν είστε εμπρός μου φύγετε, κι οπίσω μου κρυφτείτε,
Τι θόλωσαν τα μάτια μου, μπροστά μου δε σας βλέπω,
και το σπαθί μου ράγισε κόβοντας τα κεφάλια,
κι ο μαύρος λιγοκάρδισε πατώντας τα κουφάρια».



Το Μικρό Βλαχόπουλο (Γιώργος Νταλάρας)




Βασίλειος Διγενής Ακρίτας
(Συλλογή ιστοριών του έπους για αξιοποίηση στην τάξη)












Δεν υπάρχουν σχόλια: