Ο Ευσέβιος ο Παμφίλου, ο επίσκοπος που άκμασε στα χρόνια του Κωνσταντίνου της Καισαρείας και της Παλαιστίνης, ο οποίος έγραψε εκκλησιαστική ιστορία, ενώ και με άλλες δραστηριότητες αναδείχθηκε αξιόλογος άνδρας όσον αφορά στην ιστορία και τη χρονική συγκυρία. Συνέταξε για το βίο του Κωνσταντίνου τέσσερις λόγους, όπου βεβαιώνει ότι άκουσε τον ίδιο το βασιλιά να διηγείται όσα έγιναν την κρίσιμη εκείνη μέρα της ζωής του. Καθώς προσευχόταν, λοιπόν, ο βασιλιάς, λέει, και επίμονα ικέτευε το Θεό να τον βοηθήσει σε αυτή m δύσκολη στιγμή, παρουσιάστηκε ένα παράδοξο θεϊκό σημάδι: Ο ήλιος ήταν καταμεσής του ουρανού, ο Κωνσταντίνος προχωρούσε με το στρατό του, όταν ξαφνικά είδε καθαρά στον ουρανό, πάνω από τον ήλιο, ένα φωτεινό σταυρό με την επιγραφή «τούτω νίκα». Ο Ευσέβιος λέει ότι το όραμα εμφανίστηκε «γύρω στις μεσημβρινές ώρες ,καθώς η μέρα έγερνε ήδη προς τη δύση». Ο δε εκδότης των κειμένων του Ευσεβίου Heinichcn ερμηνεύοντας αυτή τη φράση, που τα δύο τμήματά της φαίνονται να αντιφάσκουν μεταξύ τους, προσπάθησε να συμβιβάσει τα αντίθετα λέγοντας ότι ο Ευσέβιος με το πρώτο μέρος εννοούσε όλες τις ώρες μεταξύ 5 και 9 και με το δεύτερο ότι η οπτασία εμφανίστηκε προς το τέλος αυτού του διαστήματος. Η άποψη όμως που επικρατεί στους αρχαιότερους ιστορικούς και χρονογράφους είναι ότι το φαινόμενο συνέβη «περί μεσημβρίαν»· γιατί και ο Ζωναράς λέει «μεσούσης της ημέρας»· και ο Θεοφάνης" «ώφθη αυτώ εν ώρα έκτη της ημέρας ο τίμιος σταυρός»· και ο Κεδρηνός «φαίνεται ουν αυτώ εν έκτη ώρα της ημέρας ο τίμιος σταυρός» και ο Εφραίμιος επίσης «μεσούσης της ημέρας».
Ο Κωνσταντίνος έμεινε κατάπληκτος από εκείνο το θέαμα, που το είδε και το θαύμασε όλος ο στρατός γύρω του, και απορούσε σκεπτόμενος τι άραγε να σήμαινε, ώσπου τη νύχτα είδε στον ύπνο του τον Χριστό του Θεού μαζί με το σημάδι που φάνηκε στον ουρανό, του παρήγγειλε να φτιάξει μια απομίμηση εκεί νου του σημείου και να το χρησιμοποιεί στο εξής ως βοήθημα «αποδιωκτικό», δηλαδή ως ένα σύμβολο που θα τον προστάτευε στις συγκρούσεις του με τους εχθρούς. Το πρωί, όταν ξύπνησε, είπε στους φίλους του το όνειρο. Αμέσως κάλεσε χρυσοχόους και τους παρήγγειλε μια απομίμηση της εικόνας που οραματίστηκε στολίζοντας το με χρυσό και πολύτιμους λίθους. Έτσι, λοιπόν, κατασκευάστηκε η πρώτη χριστιανική σnμαία, που το σχήμα της ήταν αυτό: Σε ένα ψηλό και χρυσαφένιο δόρυ είχε τοποθετηθεί κάθετα μια ράβδος σαν σταυρός. Στο επάνω άκρο του δόρατος στηριζόταν ένα χρυσό και λιθοκόλλητο στεφάνι και μέσα στον κύκλο του στεφανιού υπήρχαν δύο ελληνικά γράμματα, που δήλωναν το όνομα του Χριστού, το Χ και το Ρ, συμπλεγμένα. Αυτό το σύμπλεγμα έκτοτε το είχε ο βασιλιάς πάντοτε στο κράνος του. Από τα πλάγια της ράβδου που είχε τοποθετηθεί πάνω στο δόρυ, κρεμόταν πορφυρό πέπλο, χρυσοΰφαντο καταστόλιστο με διάφορους λαμπρούς πολύτιμους λίθους. Το πέπλο αυτό ήταν τετράγωνο και έτσι δεν κατέβαινε μέχρι τις κάτω άκρες του δόρατος, που ήταν πιο μακρύ από την κάθετη σε αυτό ράβδο. Κάτω μάλιστα από το σημείο του σταυρού και στις άκρες εκείνου του υφάσματος υπήρχαν υφασμένα ή ζωγραφισμένα με χρυσό τα πρόσωπα του βασιλιά και των παιδιών του. Η πρώτη αυτή σημαία διατηρήθηκε για πολλούς αιώνες, έως τον 9ο, όπως βεβαιώνουν στα ανάκτορα της Κωνσταντινούπολης, και ονομάστηκε «λά βαρο», ένα παράδοξο όνομα που δεν κατορθώθηκε να εξιχνιαστεί ούτε η ετυμολογία του ούτε η έννοιά του.
Αυτά γράφει ο Ευσέβιος. Πράγματι, φαίνεται βέβαιο ότι ο Κωνσταντίνος, όντας σε αμηχανία, δεν αποδέχθηκε εξαρχής όλα τα δόγματα των χριστιανών, αλλά ζήτησε τη βοήθεια του Θεού τους και αντιπαρέθεσε το μυστηριώδες σύμβολο του Χριστού στα εμβλήματα της συγκλήτου και του δήμου, για να κατανικήσει μια γερασμένη θρησκεία με τη χάρη μιας πίστης νεότερης και ακμαιότερης. Το ίδιο αξιοσημείωτο για την ιστορία του ελληνικού έθνους είναι το γεγονός ότι η νέα βασιλική σημαία στολίστηκε με τα ελληνικά αρχικά γράμματα του Χριστού και όχι με τα λατινικά σαν να είχε ο Κωνσταντίνος το προαίσθημα ότι ήταν γραφτό να γίνει αρχηγέτης μιας γενιάς βασιλιάδων, οι οποίοι όλο και πιο πολύ απομακρύνονταν από την αρχαία μητρόπολη των Ρωμαίων και τελικά θα ηγούνταν ελληνικών χωρών και θα κυβερνούσαν με την ελληνική γλώσσα. Αυτό, λοιπόν, το σύμβολο ύψωσαν και προσκυνούσαν. Βλέποντάς το να προπορεύεται, οι χριστιανοί στρατιώτες πίστευαν ακράδαντα στη νίκη, ενώ όσοι δεν είχαν ακόμα πιστέψει ,το παρακολουθούσαν με την ανήσυχη προσδοκία που γεννιέται σε τέτοιες παράδοξες περιστάσεις από κάθε μυστηριώδες και ανεξήγητο.
Πηγή:Ιστορία του Ελληνικού Έθνους¨ Κ.Παπαρρηγόπουλου
Δείτε απόσπασμα από τη σειρά 'Η άνοδος και η πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας"
που αναφέρεται στο γεγονός αυτό.
Καραγκιόζης και Μ.Κωνσταντίνος από τον Ευγένιο Σπαθάρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου